Τετάρτη 23 Ιουνίου 2010

Movie reactor: MARY & MAX (2009)

Μαίρη και Μαξ (2009)
ή Ο ΘΕΟΣ ΜΑΣ ΕΔΩΣΕ ΤΟΥΣ ΣΥΓΓΕΝΕΙΣ. ΔΟΞΑ ΤΩ ΘΕΩ ΠΟΥ ΜΠΟΡΟΥΜΕ ΝΑ ΕΠΙΛΕΞΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΦΙΛΟΥΣ ΜΑΣ.

Η καλύτερη ταινία που έχω δει φέτος έρχεται από την Αυστραλία και εντάσσεται στην κατηγορία των καρτούν. Κι αν κάποιος βιάζεται να πει ότι έχω τάσεις παλλινδρόμησης ή φυγής προς την παιδική ηλικία, μάλλον θα πρέπει να δει αυτήν την ταινία, η οποία μόνο σε παιδιά δεν απευθύνεται. Ο σκηνοθέτης, συγγραφέας και δημιουργός Άνταμ Έλιοτ, βραβευμένος με Όσκαρ για το σύντομο καρτούν του «Χάρβυ Κρούμπετ», επιστρατεύει την τέχνη του πυλού, για να μας δώσει ένα εκπληκτικό παραμύθι, στο οποίο η απλότητα που ακουμπά την αφέλεια, η ειλικρίνια και το συναίσθημα σε παίρνουν από το χέρι και σε οδηγούν σε κοινωνικές αλήθειες, τις οποίες φυσικά γνώριζες, αλλά τις βλέπεις μπροστά σου να ανοίγονται σαν βιβλίο. Ένα βιβλίο με συγκλονιστική αφήγηση, ώριμη οπτική και λιτή πλην όμως πλούσια σε νοήματα ιστορία.

Η Μαίρη είναι μια οχτάχρονη κοπελίτσα, η οποία ζει σε ένα χωριό της Αυστραλίας με τον μπαμπά και την μαμά της. Το ζοφερό περιβάλλον που έχει δημιουργήσει γι΄αυτήν η μαμά της, η οποία ξεχνά την έλλειψη σεξουαλικής εκτόνωσης και τις αλλαγές που φέρνει πάνω της το γήρας σε ένα μπουκάλι ηδύποτο τσέρρυ, καθώς και ο άβουλος μπαμπάς της κλεισμένος στην αποθήκη του σπιτιού ταρριχεύοντας νεκρά πουλιά, δημιουργούν σωρρευτικά στην μικρή την διάθεση να απομακρυνθεί από τους γονείς της. Μια μέρα, στο ταχυδρομείο, όπου η μαμά της επιδιδόταν στην συνήθειά της να «δανείζεται» παράνομα φακέλους αλληλογραφίας, ο υπεύθυνος για τις πωλήσεις τσάκωσε την μαμά να χώνει στην ποδιά της ένα πακέτο με φακέλους και την κυνήγησε. Η Μαίρη, που ήταν μαζί της, φοβήθηκε και πάνω στην ταραχή της έσκισε ένα μέρος του τηλεφωνικού καταλόγου που αφορούσε κατοίκους της Νέας Υόρκης.

Στο σπίτι πια, και αφού μάνα και κόρη κατάφεραν να ξεφύγουν από τον υπάλληλο του ταχυδρομείου, η μικρή Μαίρη, γεμάτη απορίες για το πώς γίνονται τα παιδιά, αποφασίζει να γράψει ένα γράμμα σε έναν άγνωστο κύριο, του οποίου το όνομα και διεύθυνση βρίσκει στο κομμάτι της σελίδας του τηλ καταλόγου που είχε σκίσει. Στέλνει λοιπόν το γράμμα που έγραψε.

Στην Νέα Υόρκη το γράμμα παραλαμβάνει ο κύριος Μαξ, υπέρβαρος 45άρης, αποτυχημένος από τις 6 δουλειές που έχει κατά καιρούς κάνει, και με εμφανή προβλήματα επικοινωνίας με τους ανθρώπους γύρω του, με παντελή έλλειψη φίλων, ερωτικών συντρόφων και ανθρώπων που θα νοιαζόντουσαν αν μύριζε το νεκρό του πτώμα μετά από σύψη δυο βδομάδων. Το διαβάζει, κι αμέσως αποφασίζει να απαντήσει.

Μέσω αλληλογραφίας μεταξύ Νέας Υόρκης και Αυστραλίας γεννιέται μια φιλική σχέση μεταξύ δυο ανθρώπων φαινομενικά τόσο διαφορετικών κι όμως πρακτικά τόσο ίδιων. Ο κύριος Μαξ βρίσκει έναν εξομολόγο στο πρόσωπο της Μαίρη, στην οποία αρχίζει και αναλύει όλες τις μύχιες σκέψεις που έχει κάνει μέχρι τώρα στη ζωή του. Συνειδητοποιεί εκεί ο θεατής ότι έχει μπροστά του έναν άνθρωπο ο οποίος υποφέρει από σύνδρομο Άσπεργκεν, έχει τρομερά συναισθηματικά κενά και δεν έχει αποτελέσει ουδέποτε κέντρο προσοχής κάποιου συνανθρώπου, ουτέ καν ως παιδί. Τα κενά αυτά τον οδηγούν να απωθήσει οποιαδήποτε βιώματα, που η κοινωνία τον έχει πείσει ότι δεν μπορεί να τα βιώσει, περιθωριοποιώντας τον και ουσιαστικά αποβάλλοντάς τον. Έρωτας, φιλία, αμοιβαιότητα, συμμετοχή, κοινωνικοποίηση, είναι έννοιες που γνωρίζει ως λέξεις, θεωρεί όμως ο ίδιος για τον εαυτό του ότι είναι ανίκανος να τις βιώσει. Έτσι, επιβιώνει σε ένα διαμερισματάκι, απομωνωμένος από οποιοδήποτε στάδιο κοινωνικότητας, πέραν αυτού που του προσφέρει η εκάστοτε μοναχική –κατ’ επιλογήν- εργασία του. Μόνη του συντροφιά μια χούφτα πλαστικά κουκλάκια, ένα ψάρι σε γυάλα και τα σάντουιτς με σοκολάτα. Το γράμμα που λαμβάνει του παρέχει ένα μέσο επικοινωνίας, μια διέξοδο προς την κοινωνία. Συνειδητοποιούμε ότι εάν αυτός ο άνθρωπος διέθεται αυτή την διέξοδο από πιο μικρή ηλικία, ουδέποτε θα κατέληγε στην τωρινή κατάστασή του.

Αντίστοιχα, η Μαίρη αποκτά ένα απενοχοποιημένο δοχείο προς κατάθεση όλων των παιδικών και αφελών ερωτημάτων που έχει για τη ζωή, και ουσιαστικά μια διέξοδο από την καταπιεσμένη παιδική ηλικία και το νοσηρό περιβάλλον που μεγαλώνει και αρχίζει να αντιλαμβάνεται τον κόσμο. Ουσιαστικά, η μικρή Μαίρη αντιστοιχεί στην παιδική ηλικία του Μαξ. Οι συνθήκες στις οποίες μεγαλώνει η Μαίρη είναι ακριβώς οι συνθήκες που οδήγησαν τον Μαξ να καταντήσει στην τωρινή κατάστασή του. Γι΄αυτό σε ένα από τα τελευταία γράμματα που στέλνει ο Μαξ λέει στην Μαίρη «Είμαι αυτό που δεν θα ήθελα ποτέ να γίνω». Προσπαθώντας τοις πράγμασι να την προφυλάξει, επιδιώκει ενδόμυχα και εν αγνοία του να της κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου.

Οι δύο αυτοί χαρακτήρες αλληλοσυμπληρώνουν ο ένας τον άλλον. Είναι ο ένας το αποκούμπι του άλλου, ώστε να αντέξουνε τις προσλαμβάνουσες που δέχονται από το κοινωνικό τους περιβάλλον. Συνειδητοποιώντας ο ένας ότι υπάρχει και κάποιος άλλος κάπου εκεί έξω, ο οποίος τραβάει τα ίδια με αυτόν, τους οπλίζει με θάρρος ώστε να αντιμετωπίσουν τις προκλήσεις της κοινωνίας, πλην όμως τους θέτει σε μία περίεργη σχέση εξάρτησης εξ αποστάσεως. Κανείς από τους δύο δεν μπορεί να διαρρήξει αυτά τα δεσμά της κοινωνίας και να κάνει την επανάστασή του, αν δεν τραβήξει και τον άλλον προς τα πάνω μαζί του. Γι΄αυτό, όταν η Μαίρη γίνεται μεγάλη και λαμπρή επιστήμονας και αποκτά χρήματα, αλλά κυρίως την αποδοχή της κοινωνίας, ο Μαξ νευριάζει και σπάει τη γραφομηχανή με την οποία συντάσσει τα γράμματά του προς την Μαίρη. Εκείνη ανιλαμβάνεται το «σφάλμα» της, προσπαθεί να ζητήσει συγχώρεση, κλείνεται εκ νέου στον εαυτό της, επιστρέφει στο ασφαλές καβούκι της, που τώρα πια είναι η συζυγική οικία με άντρα της το όμορφο γειτονόπουλο των παιδικών της χρόνων, και προσπαθεί να αυτοκτονήσει.

Δεν θα μπορούσε να έχει τέτοιο φινάλε όμως η ταινία, διότι η Μαίρη, όπως και ο Μαξ, δεν έκαναν κάτι κακό για να αξίζουν τον βίαιο ή τον ηθελημένο θάνατο. Απλώς, το σπερματοζωάριο του μπαμπά τους βρέθηκε την λάθος ώρα στο λάθος μέρος. Έτσι, κυριολεκτιά με τη θηλειά περασμένη στο λαιμό, ανοίγει την πόρτα για να δει ότι έχει λάβει και πάλι ένα πακέτο με το ταχυδρομείο από τον Μαξ. Παρατημένη πλέον από τον μορφονιό Έλληνα σύζυγό της, ο οποίος ερωτεύτηκε τον δικό του φίλο δι' αλληλογραφίας από την Νέα Ζηλανδία, και το νεογέννητο παιδί της στην πλάτη, ξεκινάει για την Νέα Υόρκη. Κι όταν πια φτάνει, βρίσκει τον Μαξ γαλήνια νεκρό από φυσικά αίτια πάνω στον καναπέ του.

Το συμβολικό αυτό φινάλε δείχνει πιθανώς ότι για τον Μαξ πλέον δεν υπήρχε σωτηρία. Εκείνος δεν μπορούσε πλέον να σπάσει τα δεσμά που του έχει φορέσει η κοινωνία, από τα γεννοφάσκια του μέχρι την μέση ηλικία που έφτασε. Για την Μαίρη όμως είναι διαφορετικά τα πράγματα. Μπορεί να απέτυχε στον γάμο της, να μην χειρίστηκε σωστά την περιουσία της, να μην είχε καλή σχέση ούτε ανατροφή απο τους γονείς της, τώρα όμως έχει το δικό της παιδί, δηλαδή μια νέα ευκαιρία να απεγκλωβιστεί από τα δεσμά της κοινωνίας, διοχετεύοντας στο παιδί αυτό την αγάπη που εκείνη δεν πήρε ποτέ από τους δικούς της.

Όλα τα παραπάνω σκεφτείτε τα ντυμένα με εξαιρετικές παράλληλες ιστορίες των δύο πρωταγωνιστικών ηρώων, με έναν αφηγητή που με τη ζεστή φωνή του μας καθοδηγεί καθόλη τη διάρκεια της ταινίας, και με ελάχιστους διαλόγους. Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν και Τόνι Κολέτ ντύνουν με τις καταπληκτικές φωνές τους τους δύο πρωταγωνιστές.

Συγκλονιστικό χάιλαϊτ η μουσική της ταινίας, η οποία παραφράζει διάσημα τραγούδια μεσοπολέμου, αποσπάσματα από Πουτσίνι και την τέλεια πόλκα της γραφομηχανής του Λερόυ Άντερσον, το οποίο βρήκα και ακούω γράφοντας τις τελευταίες αυτές γραμμές.

Μην την χάσετε με τίποτα. Σπάνια βλέπει κανείς ταινίες των οποίων η απλότητα είναι τόσο κοφτερή που κόβει σαν διαμάντι

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου