Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

MovieReactor: El espinazo del diablo (2001)

EL ESPINAZO DEL DIABLO (2001)
Ή ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΩΝ ΠΡΩΗΝ

Το καλοκαίρι είναι σίγουρα η εποχή που οι τάσεις ραθυμίας αυξάνονται, ειδικά αν είσαι απομονωμένος κάπου στα καταπράσινα πλέον βουνά της Πίνδου. Κι εκεί που διώχνεις την ενοχλητική και ζαβλακωμένη μύγα από το χέρι σου που σε γαργαλάει, κάπου εκεί έχεις την ανάγκη να σκοτώσεις δυο ωρίτσες βλέποντας μια ταινία που θα σε ταξιδέψει μακριά από τις βουνίσιες εικόνες της φύσης που είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις καθημερινά. Η σημερινή ταινία, λοιπόν, θα έπρεπε να μην εξελίσσεται σε βουνό…

Κάπου στην έρημο, λοιπόν, της λαβωμένης από τον εμφύλιο πόλεμο Ισπανίας, γύρω στο 1950, βρίσκεται ένα κτήριο όπου στεγάζονται παιδιά που έχουν χάσει τους γονείς τους από τις εμφύλιες εχθροπραξίες. Το ίδρυμα αυτό είναι πλήρως οργανωμένο: με κοιτώνες, προσωπικό, δασκάλα, εργάτες, εργαστήριο και, φυσικά, ένα φάντασμα. Ο μικρούλης πρωταγωνιστής μπαίνει στο ίδρυμα μετά τον θάνατο του πατέρα του και αρχίζει σιγά σιγά να μαθαίνει τα μυστικά του χώρου και της ιστορίας του: πριν από χρόνια ένα παιδάκι δολοφονήθηκε και τώρα ζητά εκδίκηση από τον τάφο. Παράλληλα, νεαρός εργάτης του ιδρύματος προσπαθεί να ανακαλύψει πού βρίσκονται κρυμμένοι ράβδοι χρυσού στο οίκημα, χρησιμοποιώντας σαν κάλυψη την εργασία που παρέχει, τον υποτιθέμενο έρωτά του για μια νεαρή οικονόμο και τις σεξουαλικές υπηρεσίες που παρέχει σε ηλικιωμένη δασκάλα. Οι ιστορίες του νεαρού εργάτη και του φαντάσματος κάπου ενώνονται, και τότε αρχίζει το ξεκαθάρισμα.

Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, γνωστός στην Ελλάδα ως δημιουργός του «Λαβύρινθου του Πάνα», κάνει ντεμπούτο στα μεγάλα σαλόνια της σκηνοθεσίας, υπογράφοντας ένα θρίλερ που ανταποκρίνεται πλήρως στην ισπανική παράδοση του είδους: κρυμμένα μυστικά, παραφυσική δραστηριότητα, παιδιά ως πνεύματα, παραδοπιστία και πλήρεις, ραφιναρισμένοι χαρακτήρες. Αρκεί ο καθένας από μας να αποφανθεί αν τελικά πέτυχε το εγχείρημά του.

Η ταινία, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «η ραχοκοκαλιά του διαβόλου» ξεκινάει με την είσοδο του μικρού πρωταγωνιστή στο ίδρυμα. Η υποδοχή που του επιφυλάσσουν τα υπόλοιπα παιδιά δεν είναι και τόσο θερμή στην αρχή. Το πρώτο βράδυ τον βάζουν να πάει να πάρει νερό από την κουζίνα, που βρίσκεται έξω από το κτήριο των κοιτώνων. Εκεί το παιδί έχει την πρώτη του επαφή με «εκείνον που αναστενάζει», δηλαδή με το πνεύμα του νεκρού παιδιού. Η φάτσα του πνεύματος είναι αποκρουστική: τα μάτια του είναι απόκοσμα, το δέρμα του έχει το χρώμα του εκρού του νεκρού, και έχει μια πληγή στο μέτωπο απ’ όπου βγαίνει αίμα. Το αίμα βγαίνει παράξενα από την πληγή, σαν να είναι βυθισμένο το κεφάλι του μικρού σε νερό, και το αίμα που βγαίνει από την πληγή σα να διαλύεται στο νερό. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, από την αρχή του έργου, ότι ο δολοφονημένος μικρός πνίγηκε.

Στη συνέχεια, η ταινία εστιάζει στον παραδόπιστο εργάτη, ο οποίος πουλάει έρωτα σε μια οικονόμο και παρέχει οργασμούς στην μεσήλικα δασκάλα. Με το μυαλό στον χαμένο χρυσό του ιδρύματος, καλοβλέπει το χρηματοκιβώτιο που βρίσκεται σε κρυφή εσοχή στον τοίχο της κουζίνας. Ο σκηνοθέτης από την αρχή χρωματίζει τον χαρακτήρα αυτόν με χρώματα αντιπάθειας, ουδέποτε καταφέρνει ο τύπος αυτός να γίνει οικείος στον θεατή.

Ο μικρός πρωταγωνιστής προσπαθεί να δεθεί με τα υπόλοιπα παιδάκια του ιδρύματος, και σώζει τον αρχηγό των παιδιών από πνιγμό στο σκάμμα, στο υπόγειο της κουζίνας. Γίνεται τσακωτός, όμως, από τον εργάτη, και γλυτώνει από τα χέρια του με μια χαρακιά στο πρόσωπο. Το περιστατικό αυτό κάνει τον μικρούλη να δεθεί με τα υπόλοιπα παιδάκια, και όλα μαζί γίνονται μια αδιάσπαστη ομάδα και μοιράζονται τους φόβους τους για το φάντασμα που υπάρχει μέσα στο ίδρυμα.

Ο εργάτης δεν το βάζει κάτω και, στην προσπάθειά του να ανατινάξει το χρηματοκιβώτιο, τραυματίζει θανάσιμα την μεσήλικα δασκάλα, σκοτώνει πολλά παιδιά και τραυματίζει σοβαρά τον διευθυντή του ιδρύματος. Στα ερείπια, πια, του ιδρύματος, εξελίσσεται το τελευταίο μέρος της ιστορίας, όπου ο νεαρός ψάχνει για τον θησαυρό, τα παιδιά ενώνονται και εξοπλίζονται για να τον αντιμετωπίσουν και το φάντασμα ζητά την εκδίκησή του.

Σε ένα αρκετά καλό, αν και πολυφορεμένο σενάριο, θα περίμενε κάποιος περισσότερο σασπένς, περισσότερες ευκαιρίες για τρόμο και πιο δυνατή σκηνοθεσία. Αντ’ αυτού, ο σκηνοθέτης προτιμά να γυρίσει την ταινία από τα στοιχεία θρίλερ που περιείχε στην αρχή σε ένα παραφυσικό δράμα, όπου η αποκάλυψη στο τέλος είχε γίνει αντιληπτή μισή ώρα πριν το φινάλε.

Η αποδυνάμωση του τέλους πρέπει να οφείλεται σε λανθασμένες επιλογές στην δομή του έργου. Η κοιλιά που κάνει το έργο μετά την έκρηξη στην κουζίνα, δεν μπορεί να συμμαζευτεί, αφού πλέον δεν υπάρχουν γεγονότα να στηρίξουν τις σκηνές που ακολουθούν. Η οργάνωση και η προσπάθεια να εξοπλιστούν τα παιδιά είναι πολύ βαρετή, επιφανειακή και σε κάνει να νοσταλγείς ταινίες τύπου «Ο πόλεμος των κουμπιών». Ο θάνατος του διευθυντή του ιδρύματος περνάει στο ντούκου, χωρίς να σε κάνει να εκτιμήσεις όσο θα έπρεπε τα τελευταία δευτερόλεπτα της ταινίας.

Αυτό που βοηθάει, όμως, στη δημιουργία ενός κάποιου θριλεράτου κλίματος, τουλάχιστον στην αρχή του έργου, είναι η μουσική. Με τα βαθιά έγχορδα να παίζουν ακανόνιστα αργούς ρυθμούς, ο θεατής περιμένει με πραγματική αγωνία την άφιξη του φαντάσματος.

Γενικώς, όμως, η ταινία υποπίπτει στο μεγαλύτερο λάθος για θρίλερ: το κλίμα. Πολύ μεγάλα μέρη της ταινίας εξελίσσονται την ημέρα, με αποτέλεσμα να χάνεται η συνοχή των υποβλητικών σκηνών, οι οποίες φυσικά εξελίσσονται νύχτα. Η φωτογραφία, επίσης, είναι μέτρια, όπως στα περισσότερα ισπανικά θρίλερ. Οι Ίβηρες δεν επιλέγουν φακούς σκοτεινούς και υποβλητικούς, προτιμούν φωτεινά και ρεαλιστικά χρώματα, κάτι που στερεί στοιχεία από τη δημιουργία θριλεράτου κλίματος.

Η μεγαλύτερη αστοχία για μένα, όμως, γίνεται με την βόμβα. Στο κέντρο της αυλής του ιδρύματος βρίσκεται καρφωμένη στο χώμα μια βόμβα, υπόλειμμα από τους βομβαρδισμούς του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης θα είχε αξιοποιήσει το ωραίο αυτό σεναριακό εύρημα ως σύμβολο αντιπολεμικό και εφαλτήριο καταγγελίας για τον εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε για χρόνια την χώρα. Αντ’ αυτού, ο σκηνοθέτης απλά την αξιοποιεί σαν ένα ιδιαίτερο ντεκόρ και τίποτα παραπάνω.

Οι ερμηνείες είναι καλές, τίποτα ενοχλητικό, τίποτα σημαντικό. Η αξιοποίηση δύο κορυφαίων ισπανών ηθοποιών, όπως της Μαρίσα Παρέδες ως μεσήλικα δασκάλα και του Φρεντερίκο Λούπι ως διευθυντή του ιδρύματος ήταν εντελώς άστοχες, αφού η μικρή έκταση των ρόλων τους δεν τους έδωσε την δυνατότητα να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους.

Γενικώς, μου μένουν καλές εντυπώσεις από ένα θρίλερ καθόλου πρωτότυπο, πάντως ευχάριστο να το βλέπει κανείς. Καμία σχέση με κορυφαία ισπανόγλωσσα θρίλερ όπως το «Ορφανοτροφείο» ή ο «Λαβύρινθος του Πάνα», αλλά σε κάθε περίπτωση αξίζει να το δει κάποιος για να περάσει όμορφα, χωρίς τρόμο, αλλά με συμπαθητικό κλίμα, καλές ερμηνείες και προβλέψιμες ανατροπές. Δείτε την με τρεις τέσσερεις φίλους, παγωτό και κρύο κόκκινο κρασί.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου