Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

MovieReactor: The kids are all right (2010)

THE KIDS ARE ALL RIGHT (2010)
Ή ΤΑ ΡΑΜΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ

Μια συννεφιασμένη Δευτέρα, που δεν ήμουν γραφείο λόγω στρατιωτικών υποχρεώσεων, κι ενώ απολάμβανα τις πρώτες ημέρες της άδειάς μου, αποφάσισα να δω μια καινούρια ταινία, η οποία –όπως είχα ακούσει- θα παίξει πολύ στα επερχόμενα Όσκαρ. Γνώριζα ότι επρόκειτο για την ιστορία μιας οικογένειας με δύο λεσβίες μαμάδες και τα δυο παιδιά τους και μπορώ να πω ότι αυτό το στόρυ φόβιζε τα όποια κατάλοιπα των αρχετυπικών ταμπού φώλιαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου. Ευτυχώς ο φόβος αυτός δεν με απέτρεψε από το να δω την ταινία αυτή.

Δύο ομοφυλόφιλες γυναίκες (Ανέτ Μπένινγκ, Τζούλιαν Μουρ), παντρεμένες, αποφάσισαν πριν από χρόνια να πάρουν σπέρμα από κλινική και να γονιμοποιηθούν, ώστε να βιώσουν την διαδικασία της γέννησης και της μητρότητας. Από την γονιμοποίηση αυτή προέκυψαν δύο παιδιά, ένα κορίτσι (Μία Βασίκοφσκα), ήδη 18 χρονών, κι ένα αγόρι, τώρα πια στα 15 του. Έχοντας ακούσει για τον τρόπο που συνελήφθησαν, τα παιδιά αποφασίζουν να μάθουν ποιος είναι ο βιολογικός τους πατέρας (Μαρκ Ρούφαλο), και το καταφέρνουν. Κανονίζουν μια συνάντηση μαζί του, τον γνωρίζουν, ξεπερνούν την αρχική αμηχανία κι αρχίζουν να τον καλούν με τον τρόπο τους να λάβει μέρος στη ζωή τους. Οι δυο μαμάδες δεν γνωρίζουν αν όλο αυτό θα εξελιχθεί σε καλό ή κακό, όμως δεν μπορούν να προβλέψουν τι τρικυμία θα φέρει η συνεργασία της μιας μαμάς με εκείνον.

Η πρωτοεμφανιζόμενη στον κινηματογράφο σκηνοθέτης Λίζα Χολοντένκο μας παρουσιάζει ένα κοινωνικό δράμα που εστιάζει σε μια κρίση που περνάει ένα ζευγάρι. Με την αισθητική του τρόπου κινηματογράφησής της καταφέρνει να αποβάλλει από τον θεατή οποιαδήποτε δεύτερη σκέψη περί προκλητικού λεσβιακού έργου που στοχεύει σε άκρατες φεμινιστικές κορώνες. Αντιμετωπίζει την συζυγική συνύπαρξη των δυο μαμάδων ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό, χτίζοντας πάνω σε αυτή την βάση όλες τις συναισθηματικές και ηθικές συγκρούσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν. Από την αρχή η ταινία σου λέει: «μιλάω για δυο παντρεμένους ανθρώπους, είτε αντρόγυνο, είτε δυο άντρες, είτε δυο γυναίκες – δεν με νοιάζει. Με νοιάζουν οι δυο παντρεμένοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου». Έτσι, καταφέρνει να κερδίσει και τους πιο συντηρητικούς του κοινού.

Η ταινία δομείται πάνω σε ζευγάρια αντιθέσεων. Η πρώτη αντίθεση είναι το ότι το παντρεμένο ζευγάρι είναι υγιές. Οι περισσότερες κοινωνικές ταινίες που στρέφουν την προβληματική τους γύρω από ένα παντρεμένο ζευγάρι, το παρουσιάζουν σεξουαλικά άνυδρο, νευρικό και άρρωστο. Στην ταινία αυτή, όμως, το παντρεμένο ζευγάρι είναι ενεργότατο σεξουαλικά, με ηρεμία, κατανόηση, σεβασμό της μιας προς την άλλην, και μια βαθιά αγάπη που δένει τις δυο γυναίκες. Η ηρεμία αυτή ίσως επιτυγχάνεται λόγω της κατάτι «συντηρητικής» διανομής ρόλων εντός του ζευγαριού. Η Άνετ Μπένινγκ έχει τον αντρικό ρόλο: είναι αυτή που δουλεύει, φέρνει τα χρήματα στο σπίτι, δεν ασχολείται πολύ με τις δουλειές του σπιτιού, έχει αναλάβει τον ρόλο του αρχηγού-προστάτη της οικογένειας. Η Τζούλιαν Μουρ, από την άλλη, έχει περισσότερο τον γυναικείο ρόλο: η επιλογή της εργασίας της βασίζεται μόνο στο αν της αρέσει το επάγγελμα αυτό κι όχι στο αν αποφέρει χρήματα στο σπίτι, κάνει μπουγάδα, μαγειρεύει…

Κι ενώ όλα κυλάνε ήρεμα για το ζευγάρι και τα παιδιά τους, ξάφνου στη ζωή τους εισβάλει ο δωρητής σπέρματος για τα παιδιά. Ο Μαρκ Ρούφαλο είναι ένας αμόρφωτος, ημι-αποτυχημένος χαρλεάς, με μια σειρά από αποτυχημένες αποφάσεις στη ζωή του, μια σπερμογκόμενα κολλημένη πάνω του σαν παρασιτικός οργανισμός, πολύ κακό κούρεμα και δυο 60δόλαρα στην τσέπη ως αμοιβή για τα δυο κεσεδάκια σπέρμα που είχε δωρίσει για την πλάκα κάποτε στα νιάτα του. Όταν τον βρίσκουν τα δυο «παιδιά του», αυτός ενθουσιάζεται. Όχι επειδή έχει δυο τόσο όμορφα και καλοαναθρεμμένα παιδιά, αλλά επειδή ένιωσε ότι, έστω και κατά τύχη, έχει κάτι στη ζωή του που αξίζει να νοιαστεί γι’ αυτό. Παρά την ελλιπή του μόρφωση, αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει μεν λόγο στην περαιτέρω ανατροφή των παιδιών του, όμως γουστάρει πραγματικά να τα βλέπει. Αυτά τα δυο παιδιά είναι γι’ αυτόν σαν ένα βότσαλο στη λίμνη, που ταράζει τα βαλτωμένα της νερά. Νιώθει ζωντανός, χρήσιμος, νιώθει κάτι σαν πατέρας.

Η παλιά του φύση όμως δεν τον έχει εγκαταλείψει, και εκμεταλλεύεται μια στιγμή αδυναμίας της Τζουλιάν Μουρ, ικανοποιώντας της κάποια ξεχασμένα βίτσια στο κρεβάτι. Φυσικά, η Άνετ Μπένινγκ δεν αργεί να μάθει για την απιστία. Είναι τότε που η κρίση γίνεται τρικυμία μέσα στην ήρεμη οικογένεια. Ο ένας κατηγορεί τον άλλον, σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να απεμπολήσει τις οποιεσδήποτε ευθύνες του για την κατάσταση αυτή. Είναι η στιγμή που το έργο παίρνει μια πιο δραματική καμπή. Το ζευγάρι αρχίζει κι αποξενώνεται, μικροτσακωμοί κι εντάσεις ξεπηδούν πια από παντού και με την παραμικρή αφορμή, ώσπου τελικά τα παιδιά είναι αυτά που θα αποτελέσουν την τελική κόλλα για να κολλήσει το σπασμένο γυαλί αυτής της σχέσης. Ο ξένος εισβολέας απομονώνεται, περιορίζεται στον ρόλο ενός ανθρώπου που απλά του κάνουν τη χάρη να τον ενημερώνουν για την εξέλιξη των παιδιών, και το ζευγάρι προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του.
Λένε, δε, ότι μια βαθιά κρίση σε ένα ζευγάρι είναι σαν τα ράμματα: μπορεί η πληγή να επουλωθεί, αλλά πάντα υπάρχουν τα σημάδια της. Ε, λοιπόν, ναι! Μια βαθιά κρίση σε ένα ζευγάρι είναι όντως σαν τα ράμματα: άπαξ και κρατήσεις τις δυο άκρες της πληγής κολλημένες, τότε η πληγή επουλώνεται και σταματάει να πονά.

Παρά το ιδιαίτερο χιούμορ της ταινίας, ο χαρακτηρισμός της ως «κοινωνική σάτιρα» μου φαίνεται εκτός τόπου και χρόνου. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλησε να σατιρίσει οποιοδήποτε στοιχείο και οποιοδήποτε σχήμα επεξεργάζεται η ταινία. Είναι μια χρονική περίοδος στη ζωή ενός ιδιαίτερου ζευγαριού, δυο ομοφυλόφιλων γυναικών, και η ζωή των δυο παιδιών τους. Τίποτε παραπάνω.

Πέρνα, όμως, από τη σκηνοθεσία, αξίζει κανείς να σταθεί στο πιο δυνατό σημείο της ταινίας: στις ερμηνείες.
Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από την Τζούλιαν Μουρ, που με ευαισθησία, ωριμότητα, απλότητα, στρογγυλάδα και διακριτικότητα διαχειρίστηκε έναν πολύ γλυκό ρόλο, δείχνοντάς μας πόσο εύκολο είναι να ολισθήσει κανείς σε σφάλματα, να αναλάβει τις ευθύνες του και να υποστεί τις συνέπειες. Δεν χρειάζεται για όλα αυτά να είναι κάποιος δυναμικός για να αντιμετωπίσει ό,τι αντιμετωπίζει εκείνη. Μας δείχνει λοιπόν, πώς μια μέση γυναίκα είναι ικανή να αντιμετωπίσει την κατάσταση που η ίδια δημιουργεί: ότι δηλ άφησε ένα τρίτο άτομο να μπει στην σχέση με το ταίρι της. Η τέχνη της είναι ακριβής, ολοκληρωμένη και ζωντανή.
Η σπουδαία ερμηνεία της ταινίας έρχεται από την Άνετ Μπένινγκ. Λιγότερο εκφραστική από την Μουρ, πιο εσωτερική, δεν σε κάνει να μπαίνεις στο ρόλο που παίζει. Σε κάνει να πιστεύεις ότι εκείνη είναι η ίδια ο ρόλος που παίζει. Το ψιλόλιγνο αεράτο στυλ που βλέπεις παύει να είναι της Μπένινγκ και γίνεται το στυλ του ρόλου. Τα δάκρυα που βλέπεις δεν είναι της Μπένινγκ, αλλά του ρόλου. Η αγκαλιά που δίνει στην κόρη της δεν είναι της Μπένινγκ, αλλά του ρόλου. Η Μπένινγκ ζει και αναπνέει όπως ο ρόλος, γίνεται ένα με αυτόν και αποδίδει την ανδρόμορφη ομοφυλόφιλη σύζυγο με τρόπο θαυμάσιο, αέρινο, απλό και μοντέρνο. Άνετα μεταξύ των πέντε υποψηφιοτήτων για το Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου, να δούμε αν θα το πάρει κιόλας.
Μεγάλη αποκάλυψη για μένα αποτελεί η ερμηνεία του Μαρκ Ρούφαλο. Ενώ τον είχαμε συνηθίσει να παίζει τον δεύτερο γκόμενο σε ταινίες επιπέδου Σάντρα Μπούλοκ και Τζένιφερ Άνιστον, στην ταινία αυτή κάνει μια εξαιρετικά ισορροπημένη ερμηνεία ενός ανθρώπου που ξεκολλάει από την λήθη της οκνηρίας και της αμορφωσιάς και επικεντρώνεται στην προσπάθειά του να συμμετέχει στη ζωή των ουρανοκατέβατων «παιδιών» του. Κλασσική νοτιοαμερικάνικη προφορά και νοοτροπία από έναν ηθοποιό που καταφέρνει και μόνο με το βλέμμα του και τον κόμπο που φαίνεται να του ανεβαίνει ως τον λαιμό να μας λέει όσα άλλοι λένε με υπερβολή και χορευτικές κινήσεις. Τον έχουμε συνηθίσει να γοητεύει με πουκάμισο και κουστούμι γυναίκες-πρότυπα της αστικής τάξης, όμως εδώ τσαλαπατάει το όμορφο προσωπάκι του, κάνοντας μια ερμηνεία που δεν θα παραξενευτώ αν προταθεί για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου.
Η τέταρτη μεγάλη ερμηνεία έρχεται από την Μία Βασίκοφσκα. Την έχουμε δει να τσαλαπατάει τον συναισθηματικό κόσμο στο ντιβάνι του ψυχολόγου Γκάμπριελ Μπερν στο In Treatment και να αναζητάει λαγούς με πετραχήλια ως Αλίκη στην Alice in Wonderland του Τιμ Μπάρτον. Δεν θα ήταν δυνατόν, λοιπόν, ηθοποιός που έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινία του Τιμ Μπάρτον να μην παίζει καλά. Στην ταινία δίνει μια αξιοθαύμαστη ερμηνεία μιας κοπέλας, η οποία, μαζί με την αποκάλυψη ολόκληρου του κόσμου μπροστά στα 18 της χρόνια, ανακαλύπτει ξαφνικά ποιος είναι ο «μπαμπάς» της. Ισορροπεί καταπληκτικά ανάμεσα στην νευρική ιδιοσυγκρασία μιας κοπέλας στην ύστερη εφηβεία και την αυτοσυγκράτηση ως μεγαλύτερη αδερφή στην οικογένεια. Ειδικά η τελευταία σκηνή, όπου οι μαμάδες και ο αδερφός της την αφήνουν μόνη της στο κολέγιο που πέρασε, και η σύσπαση των μυών του προσώπου της, είναι όλα τα λεφτά.

The kids are all right, μια όμορφη κοινωνική κομεντί, με πρωτότυπη υπόθεση, ζωντανή ματιά, εκπληκτικές ερμηνείες και αναζωογονητικό φινάλε. Προτείνεται για μια γλυκιά χειμωνιάτικη βραδιά σε καναπέ με μικρή παρέα, κρασί και λαχανικά στο τζάκι. Δείτε την!

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου