Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

MovieReactor: THE ARTIST (2011)

THE ARTIST (2011)
Ή «ΒΟΥΒΟΣ ΠΟΘΟΣ»

Δεν θα πω ψέματα: το χάρηκα πραγματικά που το σαββατοκύριακο που σιγά – σιγά τελειώνει ήταν κουραστικό. Κι αυτό γιατί μέσα στους τελευταίους τρεις μήνες έχω ζήσει ημέρες καταμεσής της εβδομάδας που είναι πιο ξεκούραστες κι από ένα ξεκούραστο σαββατοκύριακο, κι αυτό για έναν άνθρωπο που θέλει να νιώθει χρήσιμος στην κοινωνία είναι πολύ στενάχωρο. Αλήθεια, τι εννοούμε τελικά όταν μιλάμε για έναν άνθρωπο «χρήσιμο στην κοινωνία»? Κι αν ακούγεται λίγο ελιτίστικο, ή -για να το πω πιο κομψά- σαν απόσπασμα από Νίτσε, Τι εννοούμε όταν λέμε ότι ένας άνθρωπος είναι λειτουργικό –αυτό είναι πιο κομψό- μέρος μιας κοινωνίας? Άραγε ένας άνθρωπος που χάνει τη δουλειά του, όπως εγώ μετά τον στρατό, ή όπως ο πρωταγωνιστής της ταινίας “The Artist” είναι λειτουργικό μέλος? Κι αν ναι, πώς μπορεί να το αντιληφθεί αυτό ο ίδιος? Ή πώς μπορεί η κοινωνία να του το δείξει?

Νεαρός χιλιοεπιτυχημένος ζεν-πρεμιέ (Ζαν Ντυζαρντέν) του βωβού κινηματογράφου στα 1927 τρέφεται από τους καρπούς του κύματος επιτυχίας που έχουν οι ταινίες του. Με τα φιλικά χτυπήματα στον ώμο από τον πουρο-φόρο παραγωγό των ταινιών του και την μεγάλη αναγνωρισιμότητα ανάμεσα στις μάζες του πλατιού κοινού, ο ζεν πρεμιέ τρέφει όχι μόνο το στομάχι του, αλλά και το υπερτροφικό του «εγώ». Κι αφού καμία γυναίκα δεν μπορεί να του αντισταθεί, γιατί αυτό να γίνει τώρα? Γνωρίζει και γοητεύει νεαρή φιλόδοξη κομπάρσα (Μπερενίς Μπεζώ) , η οποία μαγεύεται τόσο από το κράμα γοητείας, επιτυχίας και οικονομικού πλούτου, ώστε την πιάνει ο ζεν πρεμιέ τσακωτή στο καμαρίνι του να χορεύει με το άδειο του σακάκι. Όμως, ο καιρός έχει γυρίσματα, και η κομπάρσα από κει που χόρευε με το άδειο σακάκι του ζεν πρεμιέ, αρχίζει και χορεύει με τα αστέρια του ομιλούντος πλέον κινηματογράφου. Συνεντεύξεις, πρωτοσέλιδα, φωτογραφίσεις, μεγάλοι ρόλοι και γενικώς μαζεμένα χαστούκια επιτυχίας την κάνουν πρώτο όνομα στην πιάτσα, αφήνοντας τον κακομοιρούλη ζεν πρεμιέ μονάχο του, σε ημι-αποτυχημένη κατάσταση να αγκαλιάζει τις παλιές μπομπίνες δόξας του με τις ταινίες του βωβού του κινηματογράφου. Ο ζεν πρεμιέ γίνεται μέθυσος, δεν δουλεύει καθόλου, βγάζει σε δημοπρασία τα περιουσιακά του στοιχεία για να μπορεί να αγοράζει το καθημερινό του κρασάκι της παρηγοριάς, απογοητεύεται, φτάνει σε ζοφερά σημεία απόγνωσης, πιάνει πάτο, κι εκεί έρχεται σαν την νεράιδα του παραμυθιού να του σηκώσει το σκυμμένο του πηγούνι το λεπτό χέρι της (πρώην) κομπάρσας.

Παραμύθι για μεγάλους σε ζοφερούς καιρούς ή μυθιστορηματική ιστορία της ανόδου και της πτώσης ενός ανθρώπου με τα χαρακτηριστικά του ήρωα που θα δούμε παρακάτω, αν η ταινία του Χαζαναβίσιους χαρακτηριζόταν από κάποιους αριστούργημα, τότε η υπερβολή τους θα είχε σίγουρα βάση. Ο σκηνοθέτης βάζει φαρδιά πλατειά την ανάλαφρη υπογραφή του σε ένα έργο – έμπνευση, μια ταινία ποίημα, μακριά από τις σκοτούρες του σύγχρονου θορυβώδους πολιτισμού. Κι αυτό περιγράφοντας μια ιστορία ενός επιτυχημένου ανθρώπου που καταστρέφεται.

Ο ζεν πρεμιέ Ντυζαρντέν απολαμβάνει το χειροκρότημα που του επιφυλάσσει το ενθουσιασμένο κοινό στην πρεμιέρα της ταινίας του στον κινηματογράφο. Υποκλίνεται και ξαναυποκλίνεται και ξαναματαυποκλίνεται, βγάζει και τον σκύλο – συμπρωταγωνιστή του στην ταινία να εισπράξει κι αυτός το χειροκρότημα που του αναλογεί και έξω από τον κινηματογράφο ποζάρει αυτάρεσκα και ναρκισσιστικά στους δημοσιογραφικούς φακούς, όταν τον σκουντάει ο γοητευτικότατος πωπός της νεαρής Μπεζώ, που είχε σκύψει να πιάσει κάτι που έπεσε από την τσάντα της. Ο φωτογραφικός φακός τους συλλαμβάνει μαζί και το πρωινό πρωτοσέλιδο γράφει φαρδιά πλατιά: ΠΟΙΟ ΕΙΝΑΙ ΑΥΤΟ ΤΟ ΚΟΡΙΤΣΙ? Είναι η πρώτη φορά που η νεαρή κομπάρσα κλέβει κάτι από εκείνον: ζωτικό χώρο στην εφημερίδα δίπλα του, καθώς και ένα μικρό κομμάτι της λάμψης του.
Η νεαρή κομπάρσα περνάει από μια πολύ σύντομη οντισιόν και παίρνει έναν ρόλο χορεύτριας στην ταινία του Ντυζαρντέν. Εκείνος μεσολαβεί στον παραγωγό των ταινιών (Τζον Γκούντμαν) να της δώσει μικρό ρόλο στην επόμενη ταινία, όπως και γίνεται. Τα επόμενα χρόνια οι δυο ηθοποιοί συνεργάζονται αρμονικά και με την καθοδήγηση του πετυχημένου Ντυζαρντέν, η Μπεζώ παίρνει όλο και σπουδαιότερους ρόλους. Και οι δύο απομακρύνουν την άνθιση του υφέρποντος ερωτικού αισθήματος μεταξύ του παντρεμένου πρωταγωνιστή και της αρραβωνιασμένης δευτεραγωνίστριας.

Τα χρόνια περνούν και ο ομιλών κινηματογράφος κάνει την εμφάνισή του στις αίθουσες. Ο παραγωγός του Ντυζαρντέν αποφασίζει να συνταχθεί με το νέο κύμα παραγωγής και ανακοινώνει στον Ντυζαρντέν ότι πλέον ο ηθοποιός είναι παλιό γρανάζι του συστήματος και πρέπει να πεταχτεί στα σκουπίδια. Κάτι τέτοιο τελικά συμβαίνει: ο Ντυζαρντέν αποφασίζει να γυρίσει μόνος του μια καινούρια βωβή ταινία, πηγαίνοντας κόντρα στις εξελίξεις, ενώ η Μπεζώ πρωταγωνιστεί σε μια καινούρια ομιλούσα ταινία. Κατ’ επιταγήν της μοίρας, η πρεμιέρα των δυο ταινιών συμπίπτει την ίδια μέρα. Το αποτέλεσμα προκαθορισμένο. Η βωβή ταινία του Ντυζαρντέν πάει άπατη και η ομιλούσα με σταρ την Μπεζώ σπάει τα ταμία.
Η αποτυχία για τον Ντυζαρντέν δεν είναι μόνο καλλιτεχνική αλλά και οικονομική. Μετά το κραχ του 1929, και αφού η εύπορη γυναίκα του τον χωρίζει, αναγκάζεται να πουλήσει σε δημοπρασία τα υπάρχοντά του και το ρίχνει στο ποτό. Η μεγάλη σταρ πλέον Μπεζώ αγοράζει κρυφά όλα του τα πράγματα στην δημοπρασία για να τον βοηθήσει. Απογοητευμένος και μέσα σε κρίση πανικού, ο πιωμένος Ντυζαρντέν βάζει φωτιά και καίει τις παλιές μπομπίνες των βωβών ταινιών του, σε μια ιψενικού βάθους σκηνή. Το κάψιμο των καλλιτεχνικών πονημάτων του, των καλλιτεχνικών παιδιών του δείχνει την ψυχολογική απομόνωση από τον κόσμο και την ανήμπορη θέλησή του να επανέρθει, δηλώνει όμως και την ψυχική του αδυναμία να σηκωθεί από το τέλμα που έχει φτάσει. Από την φωτιά λιποθυμά και νοσηλεύεται στο νοσοκομείο, από όπου τον παίρνει η Μπεζώ και τον κουράρει σπίτι της.
Εκεί ο μπάτλερ του φέρνει ένα σενάριο για έναν ρόλο που του αναθέτουν, πάντα με την μεσολάβηση της Μπεζώ. Ο πληγωμένος του εγωισμός πληγώνεται και στο επίπεδο του ανδρισμού του. Η γυναίκα φρόντισε για να βρει αυτός δουλειά? Η απόλυτη μαχαιριά στον εγωισμό του θα έρθει όταν θα ανοίξει μια αποθήκη στο σπίτι της Μπεζώ και θα βρει τα παλιά του έπιπλα και ρούχα που είχε πουλήσει στην δημοπρασία. Συνειδητοποιεί ότι ζούσε τον τελευταίο καιρό με λεφτά που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο του είχε δώσει εκείνη. Πειραγμένος, πληγωμένος και ταπεινωμένος φεύγει από το σπίτι της και καταφεύγει στο δικό του, με σοβάδες καπνισμένους και τοίχους μαυρισμένους από τη φωτιά, κρατώντας ένα όπλο στο χέρι.

Δεν ξέρω τι επίθετα θα κολλήσουν στην ταινία διάφοροι κινηματογραφόφιλοι, είμαι σίγουρος όμως ότι το πιο αυθεντικό επίθετο θα ήταν «απλή». Η ταινία αντιμετωπίζει με μια επιφανειακή απλότητα τα ζητήματα που τελικά προσπερνάει, έχοντας πολύ λίγες συναισθηματικές εξάρσεις και μικρή ενασχόληση με κοινωνικο-πολιτικά ζητήματα είτε της εποχής αναφοράς είτε της σημερινής εποχής. Ίσως μπορούμε να αναφέρουμε το ζήτημα της κοινωνικό-ερσαγιακής πάλης των δύο φύλων, αλλά το ζήτημα αυτό δεν τίθεται στον πυρήνα, απλά επηρεάζει τις αντιδράσεις του πρωταγωνιστή. Ο σκηνοθέτης δεν θέλει να το αναλύσει, θέλει όμως να το χρησιμοποιήσει για να οδηγήσει τον πρωταγωνιστή στο μπαρουτοκαπνισμένο σπίτι του και να έχουμε το συναισθηματικό φινάλε της ταινίας.
Η απλότητα φαίνεται στο ότι δεν θέλει να ασχοληθεί με τα παραπάνω θέματα, διότι τον σκηνοθέτη τον νοιάζει μόνο να κάνει ένα φόρο τιμής στις βωβές ταινίες που έθεσαν τα θεμέλια για ένα καινούριο και ρηξικέλευθο είδος διασκέδασης στο μακρινό 1920 και όρισαν την δομή μια ταινίας ως καλλιτεχνικού πονήματος. Οι προσωπικότητες μεγάλων σκηνοθετών όπως ο Χίτσκοκ, ο Λανγκ, ο Μουρνάου, ο Τσάπλιν, ο Οφύλς και ο Ρενουάρ συναντιόνται και μοιάζουν να χορεύουν ένα στοιχειωμένο γαϊτανάκι πάνω στο φιλμ μιας ταινίας η οποία έχει απολύτως παλιακό ύφος, η οποία εμπνέεται και τιμά τους μεγάλους δημιουργούς του παρελθόντος, αλλά η οποία καταφέρνει και βγάζει ένα περίεργο κράμα παλιάς φρεσκάδας, τόσο ανεξήγητο όσο και απολαυστικό. Είναι σαν να πηγαίνεις σε διαδραστικό μουσείο: πρόκειται για εκπαιδευτική επίσκεψη, άρα κατ’ αρχήν βαρετή, όπου όμως μπορείς να παίξεις με τα εκθέματα, να τα ψηλαφήσεις και να τα κατανοήσεις. Έτσι και ο Χαζαναβίσιους δεν θέλει να σε ταξιδέψει σε χώρους φανταστικούς και ψυχολογικά βαθιούς. Θέλει να σε ταξιδέψει στο παρελθόν και να σου μάθει την βάση πάνω στην οποία στηρίχθηκε το καλλιτεχνικό –και οικονομικό βέβαια- οικοδόμημα της λαϊκότερης των τεχνών. Και αυτό το καταφέρνει συνδυάζοντας σε όλα αυτά και το λυρισμό της γραφής του και την απολαυστικά ρομαντική απλότητα με την οποία ξεδιπλώνει την απλοϊκή αλλά τόσο γοητευτική ιστορία του.

Η μουσική της ταινίας είναι εκείνη που, σαν ένας πιστός σύντροφος, σου κρατάει την αναμμένη δάδα, με την οποία ανακαλύπτεις την ρομαντική απλότητα της ιστορίας. Με μια υπέροχη ορχήστρα και κλασσικίζουσες φόρμες, όπως άλλωστε απαιτούσαν οι νόρμες του 1927, η μουσική γίνεται ο διασκεδαστικότερος δίαυλος επικοινωνίας του θεατή με την εξέλιξη της υπόθεσης.

Ο Ζαν Ντυζαρντέν, νεοφερμένος γάλλος ηθοποιός και πιστό εργαλείο στα χέρια του Χαζαναβίσιους, καταθέτει μια ερμηνεία καριέρας. Η λεπτή σαρκαστική διάθεσή του απέναντι στους παλιούς ηθοποιούς του βωβού κινηματογράφου, η αλήθεια των συναισθημάτων του όπως αβίαστα και απλά βγαίνει μέσα από τα μάτια του και οι χορευτικές του επιδόσεις είναι αυτές που του χάρισαν το βραβείο α΄ ερμηνείας στο Φεστιβάλ των Καννών και τον έκαναν να προταθεί για όσκαρ α΄΄ ανδρικού ρόλου.
Η Μπερενίς Μπεζώ παίζει πολύ καλά, απλά και με υποκριτική αυτοπεποίθηση την όμορφη και φιλόδοξη κομπάρσα που κατακτάει το σύστημα και βοηθάει τον πρωταγωνιστή, ανταποδίδοντας το καλό που της έκανε εκείνος πρώτα.

Πρόκειται για μια απλή, μεστή, ώριμη δημιουργία, γεμάτη λεπτά αισθήματα και ρομαντική αφήγηση, έτοιμη να καθηλώσει τον θεατή με την πλούσια μουσική της, την αμεσότητα της ιστορίας και του στυλ της και την υποκριτική ικανότητα των ερμηνευτών της. Δείτε την με μικρή παρέα καλών φίλων, κρασί και ευχάριστη διάθεση.