Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

MovieReactor: MONEYBALL (2011)

MONEYBALL (2011)
Ή ΚΛΙΣΈ ΜΕ ΤΟ ΓΑΝΤΙ (ΤΟΥ ΜΠΕΫΖΜΠΟΛ)

Δεν λέω, κοντεύουν τα Χριστούγεννα και αυτό προκαλεί μια παρορμητική ή και καταπιεσμένη κατάθλιψη στον μέσο έλληνα. Οι αιτίες λίγες και απόλυτα συγκεκριμένες, και η τελευταία απόδειξη της ύπαρξής τους, όταν παίρνεις στα χέρια σου την απόδειξη του ΑΤΜ έξω από την τράπεζα, όπου υποκύπτεις στην μαύρη καντίφλα και απογοήτευση από το επίδομα Χριστουγέννων, ή αλλιώς πουρ μπουάρ Χριστουγέννων. Κι αυτό, αν έχεις δουλειά. Ένας ωραίος τρόπος να κουκουλώσεις για κανα δίωρο αυτές τις έγνοιες είναι η παρακολούθηση μιας ταινιούλας. Κι από αυτές ουκ ολίγες, ειδικά τώρα που ελισσόμαστε στις στροφές του αγώνα για να βγούμε στην τελική ευθεία για τα χρυσά βραβεία της Αμερικάνικης Ακαδημίας Τεχνών. Όμως, η σημερινή ταινία δεν είχε όρους φόρμουλας 1. Είχε όρους μπέυζμπολ.

Αποτυχημένος παίχτης, φέρελπις προπονητής (Μπραντ Πιτ) μιας ομάδας μπέυζμπολ, προσπαθεί με συγκαταβατική διάθεση να συνεννοηθεί με την ομάδα των ηλικιωμένων σκάουτερς για τους παίχτες που θα προσπαθήσουν να φέρουν στην ομάδα την μετεγγραφική περίοδο. Μέχρι που η ασυνεννοησία και το χαμηλό μπάτζετ της ομάδας τον οδηγεί στην απόφαση να προσλάβει ένα φρικιό με τους υπολογιστές και τα στατιστικά, έναν νεαρό χοντρούλη διδακτορικό οικονομολόγο, ο οποίος του προτείνει παίχτες θαμμένους στα αζήτητα και φυσικά φτηνούς. Στις προπονήσεις προετοιμασίας πριν από την έναρξη της σεζόν, οι παίχτες αυτοί φαίνονται οκνηροί. Στα πρώτα ματς της σεζόν χάνουν με ακρίβεια ελβετικού ρολογιού, και η πίεση που ασκείται στον προπονητή και τον στρουμπουλό βοηθό του είναι μεγάλη και τους επηρεάζει και στην προσωπική τους ζωή. Όταν, όμως, μπαίνει στο κόλπο το ναρκωμένο αθλητικό κριτήριο του Μπραντ, η ομάδα ανακάμπτει και σπάει τα ρεκόρ το ένα μετά το άλλο. Άραγε θα του κρατήσει το σερί μέχρι και τον τελικό?

Ο φέρελπις σκηνοθέτης Μπένετ Μίλλερ υπογράφει μια ταινία λυρική, ώριμη αλλά με έλλειψη κεντρικού περιεχομένου, όπως θα δούμε παρακάτω.

Μετά από την πιο πρόσφατη ήττα της ομάδας του, ο προπονητής και αφεντικό του αθλητικού τμήματος της ομάδας Μπράντ Πητ συναντιέται με το οικονονμικό αφεντικό της ομάδας και του ζητάει μεγαλύτερο μπάτζετ, αφού άλλωστε πρέπει να αντικαταστήσει τρεις πολύ σημαντικούς παίχτες που φεύγουν από την ομάδα. Το μπος του λέει όχι με πολύ εύσχημο τρόπο κι εκείνος απευθύνεται στην ομάδα σκάουτινγκ για να δούνε όλοι μαζί ποιους παίχτες θα αγοράσουν για την νέα σεζόν με αυτό το μειωμένο μπάτζετ που έχουν.
Όταν ο Πητ αρχίζει και χτυπάει τις πόρτες των μάνατζερ άλλων ομάδων για να αγοράσει παίχτες, συναντά έναν νεαρό απόφοιτο του Γέυλ, ο οποίος επεξεργάζεται τα στατιστικά στοιχεία παιχτών και εντοπίζει νεαρά ταλέντα ή αξιολογεί με ένα δικό του σύστημα στην αξία παιχτών, οπότε ανακαλύπτει τους υποτιμημένους ταλαντούχους παίχτες και τους προτείνει στον προπονητή μιας ομάδας. Αυτές τις υπηρεσίες τις επιθυμεί ο Πητ και τον προσλαμβάνει ως το δεξί του χέρι.

Οι γεροντότεροι γυμναστές και σκάουτερς της ομάδας του Πητ δεν δέχονται ευχάριστα την πρόσληψη του καινούριου βοηθού του, δεν θέλουν να λάβουν μέρος στην προσπάθεια εκσυγχρονισμού του τρόπου που αντιλαμβάνονται το παιχνίδι εκείνοι που το δημιουργούν. Βλέποντας τον στρουμπουλό και αδέξιο βοηθό να τριγυρίζει με τον Πητ παντού μέσα στο γυμναστήριο του σταδίου και να ασχολείται με θέματα στα οποία εκείνοι έχουν αφιερώσει τη ζωή τους, νιώθουν παραμελημένοι, ευνουχισμένοι και άχρηστοι. Εκπρόσωπός τους σεναριακά ο ηλικιωμένος γυμναστής Φίλιπ Σέυμουρ Χόφμαν, θλιβερή ανάμνηση μιας τρομερής ερμηνείας ως Τρούμαν Καπότε στην ομώνυμη ταινία, ο οποίος χρησιμοποιείται για δέκα λεπτά και για τρεις ατάκες.

Στη συνέχεις μαθαίνουμε για την οικογενειακή κατάσταση του Πητ. Χωρισμένος με την Ρόμπιν Ράιτ (πεντάλεπτη συμμετοχή στην ταινία) και με μια δωδεκάχρονη κόρη να τον αγαπάει και να τον ειδωλοποιεί, ο Πητ αισθάνεται πολύ καλύτερα όταν βρίσκεται με την πρώην οικογένειά του παρά με τους συνεργάτες και τους παίχτες του στο γήπεδο. Εκεί θέλει να μείνει, εκεί θέλει να γεράσει, εκεί θέλει να δει τον αγώνα της ομάδας του από την απόσταση που του προσφέρει απλόχερα η τηλεόραση. Σε αυτό συμβάλλει η καλή στάση που έχει απέναντί του η πρώην γυναίκα του και ο νυν σύζυγός της.

Όμως ο Πητ θα συνειδητοποιήσει ότι η ζωή του πλέον είναι στο γήπεδο. Όταν η ομάδα δεν φέρνει τα προσδοκώμενα αποτελέσματα στην αρχή της σεζόν, οι Κασσάνδρες επιβεβαιώνονται, το προπονητικό τημ γυρνάει και γελάει με τον προπονητή και τον τσουπωτό βοηθό του και η προσωπική ζωή του Πητ επηρεάζεται από το άγχος της αποτυχίας. Εκεί, η κόρη του αναρωτιέται αν ο μπαμπάς της θα κρατήσει τη δουλειά του ή θα απολυθεί και θα χρειαστεί να μετακομίσει για να βρει δουλειά αλλού. Εκείνος την καθησυχάζει κι εκείνη του τραγουδά ένα τραγούδι για να τον εμψυχώσει.

Παρά τα καθησυχαστικά ψέματα του μπαμπά, η καρέκλα του όντως αρχίζει να τρίζει. Το περίεργο στυλ προπόνησης που εφαρμόζει ο Πητ συμπεριλαμβάνει και την πλήρη απουσία του από τον πάγκο κατά τη διάρκεια του αγώνα. Όσο οι παίχτες του παίζουν μπέυζμπολ στον αγωνιστικό χώρο, εκείνος είτε είναι στο γυμναστήριο του γηπέδου και γυμνάζεται, είτε τρώει σνακ και ακούει μουσική, είτε είναι σε βόλτα με την κόρη του. Η απουσία του, όμως, οδηγεί σε περαιτέρω αποτυχίες και σε μια διαρκή γκρίνια των γυμναστών και της διοίκησης. Υπό το βάρος αυτού του άγχους ο Πητ αρχίζει να δρα. Ξεκουνιέται από την επινοημένη ασφάλεια που του παρέχουν τα στατιστικά στοιχεία και οι αναλύσεις του χοντρούλη βοηθού, και αποφασίζει να βάλει το αθλητικό του δαιμόνιο σε δράση. Στην καλύτερη σκηνή του έργου, ο Πητ και ο βοηθός του βρίσκονται σκυμμένοι πάνω από ένα τηλέφωνο και σε ανοιχτή συνομιλία προσπαθούν να ανταλλάξουν παίχτες με τους μάνατζερ άλλων ομάδων. Τελικά τα καταφέρνουν.

Ξεκινά να συμμετέχει ενεργά στην ομάδα κατά τη διάρκεια των αγώνων, και να προσφέρει ηθική υποστήριξη στους παίχτες του, είτε αυτό σημαίνει βρίσιμο μετά την ήττα είτε επαίνους μετά από νίκη. Οι νίκες ξεκινούν να διαδέχονται η μία την άλλη, σπάζοντας τελικά το ρεκόρ και σημειώνοντας 20 συνεχόμενες νίκες. Η ομάδα αναπτερώνεται και φτάνει σιγά σιγά μέχρι τον τελικό των δυτικών πολιτειών. Πριν από τον μεγάλο αγώνα οι ετοιμασίες είναι πυρετώδεις, οι ψυχολογικές ατάκες για το ηθικό των παιχτών δίνουν και παίρνουν και ο Μπραντ Πητ ετοιμάζεται για πανηγυρισμό, ο οποίος όμως ποτέ δεν έρχεται αφού η ομάδα χάνει.

Τελικά, όμως, παρά την ήττα της ομάδας, ο προπονητής και ο βοηθός του απέδειξαν την ορθότητα του συστήματος που εφαρμόσανε στην ομάδα. Ως επιβράβευση, έρχεται μια παχυλότατη πρόταση από μια μεγάλη ομάδα της Βοστώνης προς τον Πητ, την οποία εκείνος, ως γνήσιος αμερικάνος λεβέντης και καραμπουζουκλής που κοιτάει μόνο την ηθική του αθλήματος και έχει γραμμένα τα λεφτά και ενδιαφέρεται μόνο για το μέρος που φωλιάζει η καρδιά του και το μέρος που θεωρεί σπίτι του κλπκλπκλπκλπκλπκλπ, αρνείται!

Κι εκεί είναι που το σενάριο της ταινίας έδωσε μια και έχυσε την καρδάρα με το γάλα της ποιοτικής επιτυχίας που προσπαθούσε κάπως να γεμίσει. Είναι εκεί που βασιλεύει το αμερικάνικο κλισέ, ενθρονίζεται το αμερικάνικο τετριμμένο ιδεώδες και ανεβαίνει κάτι στον οισοφάγο μου. Ήμουν σίγουρος ότι μια ταινία που έχει κεντρικό θέμα ένα άθλημα στην Αμερική δεν θα μπορούσε να αποφύγει τα απεχθή κλισέ τύπου: μια ομάδα που πάει χάλια και μετά βελτιώνεται και τους παίρνει όλους σκούπα, ένας τελευταίος κρίσιμος αγώνας που όλοι αγωνιούν να τον δουν, μια απόφαση ενός σταρ που θυσιάζει τα χρήματα για να μείνει στην ομάδα της καρδιάς του. Απλώς εκνευρίζομαι όταν επιβεβαιώνομαι.
Ο Μπένετ Μίλλερ θέλησε να σκηνοθετήσει με τέτοιον τρόπο ώστε να τον πούνε «ο νέος Κλιντ Ίστγουντ». Αντέγραψε με μεγάλη αδηφαγία τεχνικές και τρόπους ανάπτυξης του υλικού του από τον σπουδαίο δάσκαλο, χρησιμοποίησε αργά αλλά μεστά πλάνα, μουσική με μια κιθάρα και μια φωνή, μινιμαλιστικό ύφος, σχετικά σκοτεινό φακό στην κάμερα και δυο ηθοποιούς που μπορούσαν να ελέγξουν την δραματουργική εξέλιξη των ρόλων τους. Το κακό είναι ότι όλα τα παραπάνω ο σκηνοθέτης τα αξιοποίησε σαν μαθητευόμενος, όχι σαν δημιουργός. Έπεσε σε κάθε μια από τις παγίδες που του βγήκαν στον δρόμο του, έστησε τόσο κοινότυπα έναν χώρο που τοποθέτησε την εξέλιξη της ιστορίας του, απέτυχε παταγωδώς στην προσπάθεια να δείξει τους δυο πρωταγωνιστές να αλληλεπιδρούν, δεν έδωσε κανένα ιστορικό στοιχείο από την αληθινή ιστορία που είχε στα χέρια του, και μας προσέφερε μια ταινία που απευθύνεται αποκλειστικά σε αμερικάνικο κοινό.
Σε αυτό που αξίζει να σταθώ είναι η αλληλεπίδραση των δυο πρωταγωνιστών. Ενώ το βιβλίο που βασίστηκε η ταινία περιγράφει την σχέση των δυο ηρώων με πολύ ζωηρά χρώματα, η ταινία παραλείπει επιδεικτικά να δείξει την φιλική τους σχέση, κάτι που θα είχε και το μεγαλύτερο ηθογραφικό ενδιαφέρον. Όταν παίρνεις δυο τύπους με εντελώς άσχετα αντικείμενα εργασίας και τους τοποθετείς σε ένα κοινό εργασιακό περιβάλλον, αυτό που περιμένεις είναι να δεις πώς θα εξελιχθεί η χημεία τους. Στην ταινία η χημεία αυτή απουσίαζε εντυπωσιακά, όχι επειδή οι ηθοποιοί δεν μπορούσαν να την αναδείξουν, αλλά επειδή ο σκηνοθέτης δεν έριξε ένα κάποιο βάρος εκεί. Μοιραία, οι χαρακτήρες περιορίστηκαν στην μονοδιάστατη αλληλεπίδραση με όλους τους άλλους ήρωες της ταινίας, καθιστώντας τους ήρωές τους κολοβούς, κάτι που μπορεί να τους στοιχίσει και το όσκαρ.

Αυτό όμως που ο σκηνοθέτης παιδιάστικα προσπάθησε να κάνει και του ψιλο-βγήκε είναι η καταγγελία ότι το μπέυζμπολ και γενικά τα αθλήματα έχουν γίνει απρόσωπες Α.Ε., και τριγυρίζουν γύρω από το χρηματικό κέρδος. Στην αρχή της ταινίας βλέπουμε σκηνές από έναν πραγματικό αγώνα και μόλις σκοτεινιάζει η σκηνή και μαυρίζει η οθόνη, παρουσιάζονται αριθμοί από δύο τεράστια ποσά σε δολάρια –το ένα πολύ μεγαλύτερο από το άλλο - και μπαίνει ανάμεσά τους το σηματάκι “vs”. Τότε πάνω από τους αριθμούς των ποσών μπαίνουν τα ονόματα δύο ομάδων μπέυζμπολ. Με αυτό το όμορφο πλάνο ο σκηνοθέτης προσπάθησε να δείξει ότι, ενώ όλοι νομίζουμε ότι βλέπουμε ένα ματς μεταξύ δυο αθλητικών ομάδων, ουσιαστικά βλέπουμε ένα ματς μεταξύ δυο οικονομικών κολοσσών που έχουν εκτονώσει την οικονομική τους έπαρση αγοράζοντας πανάκριβους παίχτες, ως σημείο οικονομικής –ή και κατά Φρόυντ σεξουαλικής – επιβολής του ενός στον άλλον.

Σε γενικές γραμμές η ταινία παίρνει τον εαυτό της πολύ σοβαρά. Οι δραματικές σκηνές της είναι υπερβολικά φορτισμένες και οι χαρακτήρες αντιδρούν πολύ βαριά σε καταστάσεις που – στην τελική – αφορούν απλά και μόνο ένα άθλημα. Και αυτό συντείνει και υποστηρίζει την άποψή μου ότι είναι αδιάφορη η ταινία αυτή για κοινό εκτός Αμερικής. Όταν ο ευρωπαίος μαστίζεται από την αγωνία της απόλυσης και ο έλληνας είναι ήδη άνεργος, δεν μπορεί να μου παρουσιάζει ο αμερικανός ότι είναι στεναχωρημένος και βαρύς κι ασήκωτος και αναταράσσεται ψυχολογικά όταν οι παίχτες του δεν παίζουν καλά στο γήπεδο ή να τον δείχνει να απορρίπτει προσφορά πολλών εκατομμυρίων επειδή συναισθηματικά είναι ταγμένος στην προηγούμενη ομάδα του. Έτσι, η ταινία αυτή, μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικοοικονομικό πλαίσιο που προβάλλεται, ουσιαστικά αυτοαναιρείται.

Ο Μπραντ Πητ είναι εντυπωσιακός. Έχει την ώριμη αύρα ενός πρώην ζεν πρεμιέ, και κάποια από τα ερμηνευτικά μέσα παλαιών κορυφαίων, τα οποία και αξιοποιεί . Ο χαρακτήρας που δημιουργεί είναι πολυεπίπεδος, με συναισθηματικά ανεβοκατεβάσματα, ωραία εκφορά λόγου και ώριμο βλέμμα. Σίγουρη υποψηφιότητα για τα όσκαρ που έρχονται, να δούμε αν θα μπορέσει να το αποσπάσει.
Ο ευτραφής κωμικός Τζόνα Χιλλ είναι πάρα πολύ καλός ως νεαρός βοηθός του Πητ, άσχετος με το μπέυζμπολ, αλλά χρήσιμος με την αξιολόγηση στατιστικών στοιχείων. Με λεπτές κωμικές προεκτάσεις και ύφος ξαφνιασμένο και κωμικά απορημένο , ο Χιλλ χτίζει έναν ήρωα που είναι προφανώς έξω από τα νερά του, με επιθυμία για αναγνώριση από τους τριγύρω του.
Παρά τους δυο διάσημους δευτεραγωνιστές ηθοποιούς που συμπεριλαμβάνει η παραγωγή στο δυναμικό της, αυτοί κάνουν ένα ολιγόλεπτο πέρασμα χωρίς να είναι δυνατή η αξιολόγησή τους ερμηνευτικά.

Μια ταινία συμπαθής, ευχάριστη, ζωντανή, η οποία φαντάζει σαν έργο μαθητευόμενου σκηνοθέτη, με πολλά στοιχεία δανεισμένα από άλλους δημιουργούς, χωρίς ένα δικό της στυλ, με πολλά κλισέ, δυο πολύ δυνατές ερμηνείες και ένα κοινωνικό σχόλιο αρκετά εμφανές, δεν ξέρω αν αξίζει κανείς να την δει οπουδήποτε αλλού παρά στο σπίτι του, με μικρή παρέα, πίτσα, κουβέρτα στα πόδια και κρασί.

Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011

MovieReactor: AMERICAN PSYCHO (2000)

AMERICAN PSYCHO (2000)
Ή ΤΟ ΛΟΥΤΡΟ ΑΙΜΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΟΝΤΑΖ

Μπορεί καμιά φορά οι χαζοδουλειές που έχεις να κάνεις μέσα σε μια μέρα να σε διακόψουν από κάποιες αγαπημένες σου ασχολίες, όπως π.χ. να δεις μια ταινία, με αποτέλεσμα η ταινία αυτή να έχει διαρκέσει τρεις μέρες. Σίγουρα, όμως, οι διακοπές που κάνει κανείς σε μια ταινία είναι αναγκαίες και δεν πρέπει να κάνουν τον θεατή να εξέρχεται από το κλίμα της ταινίας. Άλλωστε, μην ξεχνάμε ότι μια ταινία είναι μια ιστορία που μας διαβάζει ο σκηνοθέτης πριν κοιμηθούμε. Οι διακοπές με τις οποίες αναγκάστηκα να δω την ταινία «American Psycho» δεν κατάφεραν να με αποσυντονίσουν και να με βγάλουν εκτός κλίματος, άλλωστε πώς θα γινόταν αυτό σε μια τόσο υποβλητική ταινία:

Ο Πάτρικ Μπέιτμαν (Κρίστιαν Μπέιλ) ένας επιτυχημένος νεαρός χρηματιστής, δουλεύει σε μεγάλη επενδυτική εταιρία και προαλείφεται για αντιπρόεδρός της. Μαζί με την αγέλη των λύκων του, τους υπόλοιπους συναδέλφους κι αντίστοιχα επιτυχημένους νεαρούς φίλους του βγαίνουν, γλεντοκοπάνε, πουλάνε ακριβά τον νεοπλουτισμό τους αγοράζοντας γκόμενες, τραπέζια σε ακριβά εστιατόρια και ειδική εξυπηρέτηση σε ακριβούς ράφτες γραβατών. Η ιδιορρυθμία του αναλύεται στην ενδελεχή περιποίηση του προσώπου του με ενυδατικές -και όχι μόνο- κρέμες, στην καθημερινή έντονη γυμναστική, στην κουραστική φροντίδα του αστραφτερού χαμόγελου, στην προσπάθεια για έντονη καθαριότητα μέσα στο σπίτι του, ά… ναι… και σε κανα δυο πεντέξι είκοσι τριανταπέντε φόνους. Όταν η νύχτα πέσει και ο Μπέιτμαν φύγει από το γραφείο του, σουλατσάρει στα στενοσόκακα ψάχνοντας για την γυναίκα εκείνη που θα του χαρίσει την αιμοδιψική ηδονή, εκείνη που θα γίνει το επόμενο θύμα του, εκείνη που θα σαπίσει μέσα σε μια πεταμένη μπανιέρα στον σκουπιδότοπο. Τι γίνεται όμως όταν μια νύχτα το υποψήφιο θύμα καταφέρνει και δραπετεύει από τον επίδοξο δολοφόνο του?

Η καναδέζα Μέρι Χάρρον υπογράφει μια cult ταινία, με έντονα στοιχεία τρόμου, σασπένς, αλλά με πολύ αδέξιο και ανώριμο τρόπο. Ας το δούμε αναλυτικά το πράγμα:

Η ταινία ξεκινάει με μια παρέα νεαρών επιτυχημένων επενδυτών, που μαζεμένοι γύρω από το τραπέζι ενός ακριβού εστιατορίου επιδίδονται σε ένα νοητικό μπραντεφέρ επιτυχίας. Ο καθένας κομπάζει για τα δικά του εργασιακά κατορθώματα, και ευχαριστιούνται όλοι μαζί την οικονομική άνεση που τους έχει εξασφαλίσει το μεταπτυχιακό στο Χάρβαρντ (καμία σχέση με την ελληνική πραγματικότητα δηλαδή). Δεν είναι τυχαίο το κόκκινο χρώμα του σορμπέ φράουλας που στολίζει τα πιάτα του ο σεφ του εστιατορίου.

Το επόμενο πρωί ο Μπέιτμαν επιδίδεται στην καθημερινή ρουτίνα ομορφιάς: έντονη γυμναστική, μπάνιο με σουπερ αφρόλουτρα, κρέμες προσώπου και σώματος παντού, πανάκριβο πουκάμισο και κουστούμι και βουρ για το γραφείο. Εκεί, ο νεαρός χρηματιστής σκορπά τον χρόνο του υποστηρίζοντας το αυτάρεσκο προσωπείο του επιτυχημένου νέου, το σημαντικότερο όπλο για να κάνεις πελατεία.
Απαραίτητο αξεσουάρ κάθε επιτυχημένου επαγγελματία: το μπίζνες λαντς. Εκεί, με την αρραβωνιαστικιά του (Ρης Γουίδερσπουν) και μια παρέα λίγων αλλά καλών φίλων, παραδέχεται ότι πηδάει μια από τις υπόλοιπες γυναίκες της παρέας. Είναι τόση μεγάλη η αυτοπεποίθηση που τον κυριεύει, που δεν υπολογίζει τις συνέπειες αυτής της παραδοχής του. Ο πρώτος φόνος γίνεται μετά από το φαγητό.

Το επόμενο πρωινό, οι νεαροί επιτυχημένοι, μνηστήρες όλοι τους της θέσης του αντιπροέδρου της επενδυτικής εταιρίας, επιδίδονται σε διαγωνισμό της καλύτερης εργασιακής κάρτας. Όταν ο Μπέιτμαν χάνει από τον Πολ Άλαν (Τζάρετ Λέτο), αποφασίζει ότι θα κάνει κάτι γι΄ αυτό. Εκτονώνεται σκοτώνοντας έναν άστεγο ζητιάνο και το σκυλί του σε ένα σοκάκι.

Η πλήρης διαδικασία ενός φόνου περιγράφεται από τη σκηνοθέτη στην επόμενη σκηνή, όταν ο Μπέιτμαν μεθάει τον Άλαν, τον καλεί στο διαμέρισμά του και τον δολοφονεί με τσεκούρι. Η σκηνή αυτή είναι η πιο πετυχημένη σκηνοθετικά και σκηνογραφικά σκηνή του έργου. Ο μεθυσμένος Τζάρετ Λέτο βρίσκεται καθισμένος σε καναπέ στο κέντρο του διαμερίσματος, και ο Κρίστιαν Μπέιλ κάνει σχιζοφρενικές βόλτες στο πίσω μέρος του διαμερίσματος. Ο Λέτο δεν βλέπει τον Μπέιλ, ο οποίος φέρνει κρυφά το τσεκούρι, φοράει ένα λευκό αδιάβροχο για να μην πιτσιλιστεί από το αίμα (ευθύς υπαινιγμός σε ζουρλομανδύα το λευκό αδιάβροχο) και με τρελή χαρά στα μάτια του και χορευτικές κινήσεις αδημονίας ο Μπέιλ σκοτώνει τον ανταγωνιστή του με μανία, χτυπώντας τον στο κεφάλι με τη λεπίδα του τσεκουριού. Τίποτα από όλα αυτά δεν φαίνεται στην κάμερα, εκτός από το πιτσίλισμα από το αίμα στο ήδη κοκκινισμένο από την ηδονή πρόσωπο του Μπέιλ.
Την επόμενη μέρα τον επισκέπτεται στο γραφείο του ένας ντεντέκτιβ (Γουίλιαμ Νταφόε), και συζητάνε για την εξαφάνιση του Πολ Άλαν. Ποτέ δεν κατάλαβα την ανάγκη της σκηνοθέτιδος να δημιουργήσει έναν ρόλο σαν αυτόν του ντεντέκτιβ. Ουδέποτε φαίνεται χρήσιμος στην ιστορία, και άλλωστε τον βλέπουμε μόνο δυο φορές στην ταινία.

Κι ενώ ο φόρος αίματος συνεχίζεται, αξίζει να σταθούμε σε ένα σεξουαλικό τρίο του Μπέιτμαν με δυο πόρνες. Κατά τη διάρκεια της πράξης, ο Μπέιτμαν καταγράφει την δράση σε βιντεοκάμερα και κοιτιέται αυτάρεσκα στον καθρέφτη σφίγγοντας τα μπράτσα του και απολαμβάνοντας το θέαμα του εαυτού του. Οι δυο πόρνες φεύγουν το επόμενο πρωί με εμφανή τραύματα στο πρόσωπο, ένδειξη του βασανιστηρίου που είχαν περάσει την προηγούμενη νύχτα στα χέρια του Μπέιτμαν. Αυτό που αξίζει να κρατήσουμε από τη σκηνή αυτή είναι ο τρόπος που ο δράστης απολαμβάνει την θέα του γυμνασμένου του κορμιού, ο αυτοθαυμασμός του ίδιου και της εικόνας του.

Μια από τις επόμενες μέρες, ο Μπέιτμαν καλεί την γραμματέα του, νεαρή, άπειρη και απονήρευτη κοπέλα, στο σπίτι του για ποτό και δείπνο. Εκεί που είναι έτοιμος να τη σκοτώσει, υπαναχωρεί και προτιμά να την διώξει για να μην της κάνει κακό, όπως της εξομολογείται. Είναι η πρώτη φορά που άνθρωπος με την γνώση του αληθινού προσώπου του Μπέιτμαν φεύγει ζωντανός από κοντά του. Ίσως θεώρησε ο δολοφόνος ότι η κοπελίτσα αυτή δεν αξίζει να πεθάνει, δεν κολλάει στο μοτίβο που έχει ορίσει ο ίδιος. Εδώ έγκειται το σημαντικότερο κενό στο σενάριο της ταινίας: ποιο είναι τελικά το μοτίβο του δολοφόνου? Μέχρι στιγμής έχει δολοφονήσει δυο τρεις πόρνες, έναν συνεργάτη του και έναν ζητιάνο. Τίποτα από αυτά δεν κολλάει με το άλλο. Είναι ο Μπέιτμαν ένας δολοφόνος τιμωρός? Είναι σχιζοφρενής? Δολοφονεί και κριτήρια αξιοκρατικά, ηθικά, ιδιοτελή? Ποτέ δεν δίνεται απάντηση στα ερωτήματα αυτά, κάνοντας το βαθύτερο κενό του σεναρίου πραγματικά πολύ ενοχλητικό, ειδικά για ανθρώπους που έχουν διαβάσει και δυο σελίδες εγκληματολογίας στη ζωή τους.
Φαίνεται, όμως, ο Μπέιτμαν να αρέσκεται στα τριολέ. Με μια φίλη του και την μία από τις δυο πόρνες του πρώτου τρίο, κάνει και δεύτερο σεξουαλικό πάρτι με δυο γυναίκες φροντίζοντας να τις χαπακώσει και να τις μεθύσει. Μέσα στο άντρο των δολοφονιών του, ο Μπέιτμαν κάνει σεξ και σκοτώνει την φίλη του, αλλά η πόρνη καταφέρνει και το σκάει, ανακαλύπτοντας όλη την αιμοσταγή φρικαλεότητα που κρύβει το διαμέρισμα. Δεν προλαβαίνει όμως να φύγει μακριά, καθώς βρίσκει κι εκείνη τον θάνατό της από το αλυσοπρίονο του Μπέιτμαν.
Στη σκηνή αυτή ο Μπέιτμαν κάνει μια αναφορά στον Τεντ Μπάντυ, έναν υπαρκτό τρόμο για την Αμερική του ’70, ο οποίος δολοφόνησε και βίασε (με αυτή την σειρά) 35 γυναίκες. Το όνομα του Μπάντυ παραμένει ακόμα και σήμερα, πάνω από 20 χρόνια από την εκτέλεσή του σε ηλεκτρική καρέκλα, σαν μια σκιά, σαν ένας θρυλικός τρόμος στους δρόμους πόλεων της Αμερικής.

Ο Μπέιτμαν το επόμενο πρωινό χωρίζει την αρραβωνιαστικιά του Ρης Γουίδερσπουν, και για να εκτονωθεί πάει να σκοτώσει μια γάτα. Μια κυρία τον βλέπει και του φωνάζει, με αποτέλεσμα να συναντήσει τον δημιουργό της. Αστυνομικοί ακούνε τους πυροβολισμούς και τρέχουν ξωπίσω του, ο Μπέιτμαν ενώ καταδιώκεται σκορπάει τον θάνατο στο δρόμο του, και τελικά καταλήγει στο γραφείο του φοβισμένος και ιδρωμένος. Τηλεφωνεί στον δικηγόρο του και του εξομολογείται όλα αυτά που έχει κάνει μέχρι σήμερα, όλες τις δολοφονίες και τους βιασμούς, και παραδέχεται ότι είναι τρομοκρατημένος. Η επόμενη μέρα δεν αργεί να ξημερώσει.

Εκτός από το σημαντικό κενό στο σενάριο της ταινίας και πέραν από κάποιες ανούσιες και λίγο ενοχλητικές προσθήκες, το μεγάλο μειονέκτημα της ταινίας είναι το αδέξιο, ερασιτεχνικό και αποδιοργανωτικό μοντάζ της. Η μια σκηνή διαδέχεται την άλλη χωρίς κάποια λογική συνέχεια. Δεν είναι όμως μόνο αυτό. Εξαιτίας του αδέξιου μοντάζ, η ταινία ώρες ώρες σε πετάει εκτός κλίματος. Εκεί που έχεις την αιμορροΐδα από το σασπένς και την αγωνία, εκεί που δεν πας για κατούρημα για να δεις τι θα γίνει στη συνέχεια της σκηνής, ξαφνικά, σε μεταφέρει σε ένα ήσυχο δωμάτιο γεμάτο με τα αρκουδάκια της αγάπης (ΤΜ).

Η ταινία θα μπορούσε να είναι ένα cult αριστούργημα, και το σενάριο –ή μάλλον η ιδέα του σεναρίου- βοηθάει απόλυτα σ’ αυτό. Θα μπορούσε η σκηνοθέτης να προικίσει την ταινία της με πολυεπίπεδο θεματικό βάθος. Δεν είναι λίγα αυτά που υπονοεί ο κεντρικός χαρακτήρας στον τελικό μονόλογό του (δεν θα τα αποκαλύψω εδώ). Η απομόνωση του χαρακτήρα από την υπόλοιπη κοινωνία, η εξομολόγηση στην αρχή ότι δεν μπορεί να νιώσει κανένα συναίσθημα και εγκλωβισμός στο αυτάρεσκο εγώ του, τον μετατρέπει σε δυσλειτουργικό ον εντός κοινωνίας, η οποία επιβάλει με αόρατους και ανομολόγητους μηχανισμούς την αποπομπή του ατόμου αυτού από τους κόλπους της. Κι αν δεν είναι κάποιος που λέει φανερά στον ήρωα «φύγε από την κοινωνία μου», η ίδια η κοινωνία σιωπηλά τον απορρίπτει και τον ωθεί στο περιθώριο κι επομένως στην έλλειψη σωτηρίας και εντέλει κάθαρσης.

Ποιοι είναι λοιπόν αυτοί οι μηχανισμοί της κοινωνίας? Μα φυσικά, το αβυσσαλέο κυνήγι για πρωτιά. Ο Μπέιτμαν έχει εγκλωβιστεί στην συνεχή καταδίωξη της κοινωνικής επιτυχίας, της επιβολής στους άλλους μέσω της επιτυχίας στην εργασία και την ωραιοπαθή εικόνα του ατόμου. Η αγέλη των νεαρών επιτυχημένων οικονομολόγων, αποφοίτων του Χάρβαντ, επιθυμεί συνεχώς κι άλλη καταξίωση, αχόρταγη επιτυχία. Και ποιος είναι ο λόγος? Η επιβολή του ενός στον άλλον. Η αναγνώριση ενός από όλους αυτούς ως το κυρίαρχο αρσενικό. Ως ο κυρίαρχος, ο αρχηγός της αγέλης, ο πρώτος που τον ακολουθούν οι άλλοι.

Τελικά, όμως, ο σκοπός γίνεται το μέσον. Ο ιδιόρρυθμος χαρακτήρας του Μπέιτμαν γίνεται τελικά σχιζοφρενικός, διότι προσπαθεί με νύχια και με δόντια να γίνει πιο επιτυχημένος από τους άλλους. Σκοτώνει εκείνους που θεωρεί ικανότερους από αυτόν, ξεφορτώνεται έτσι τους πιο επίδοξους ανταγωνιστές, και μόλις καταφέρνει να γίνει ο πιο επιτυχημένος από όλους, τότε χρησιμοποιεί την επιτυχία του για να συνεχίσει την εγκληματική του δραστηριότητα: με ακριβά ρούχα και ακριβά εστιατόρια προσελκύει υποψήφια θύματα, με χρήματα πληρώνει τις πόρνες που μετά σκοτώνει κλπ.

Και τελικά ποιο είναι το συμπέρασμα? Ότι το κυνήγι της επιτυχίας, η επιβολή στον συνάδελφο, το άρρωστο ξέσπασμα, ο άκρατος ανταγωνισμός, και τελικά η απώλεια της ζωής στο βωμό της εργασιακής και κοινωνικής αναγνώρισης γίνονται για τον ίδιο λόγο και τελειώνουν με την τελευταία φράση της ταινίας: μάταια.

Δυο είναι τα σημαντικότερα κλειδιά για να ξεκλειδώσει κανείς ένα πάρα πολύ συγκαλυμμένο, ίσως και ακούσιο σχόλιο της σκηνοθέτιδας πάνω στη δημιουργία και την διατήρηση των εγκληματιών. Το πρώτο βρίσκεται στην αρχή, όταν ο Μέιτμαν κάνει κούρα ομορφιάς και βάζει μια μάσκα στο πρόσωπό του, μετά με έντονο ζουμάρισμα μας δείχνει την διαδικασία αφαίρεσης της μάσκας αυτής. Μας υπόσχεται έτσι ότι θα μας δείξει πώς αφαιρείται το προσωπείο ενός κατά συρροή δολοφόνου.
Το δεύτερο σημείο είναι ο τελικός μονόλογος του ήρωα, τον οποίον δεν θα αποκαλύψω, αλλά έχω ήδη σχολιάσει παραπάνω.

Αδέξιο το σενάριο, εμετικό το μοντάζ, μουσική επιμέλεια με ωραίες επιλογές, καλή προσπάθεια για σκηνοθεσία, όμως η καναδέζα Μέρυ Χάρον είχε μικρές πλάτες για να σηκώσει ένα τόσο βαρύ βιβλίο με πολλές επιστημονικές αναφορές και βάσεις.

Ο Κρίστιαν Μπέιλ είναι αξιοπρεπέστατος, με σωστά ξεσπάσματα, καλογυμνασμένο σώμα όπως αρμόζει στον ρόλο, ακούνητα συναισθηματικά μάτια, και καλή κινησιολογία. Θεωρώ ότι ένας ηθοποιός τύπου Χηθ Λέτζερ θα απογείωνε τον ρόλο, και πάλι όμως οΜπέιλ είναι ικανοποιητικός.
Όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί είναι καλοδιαβασμένοι, χωρίς ιδιαίτερες μνείες σε κανέναν. Αυτό που δεν κατάλαβα είναι γιατί χρησιμοποιήθηκε ο Γουίλιαμ Νταφόε για έναν ανύπαρκτο ρόλο σεναριακά. Μάλλον για να στολίσει με το όνομά του το καστ.

Δεν είναι μια κακή ταινία. Έχει απλά απαίσιο μοντάζ. Δείτε την για να εκτιμήσετε μια ακαδημαϊκή προσπάθεια ανάλυσης της ψυχής ενός serial killer. Αν την δείτε, μην παραλείψετε να έχετε μεγάλη παρέα, χιούμορ και θανατηφόρες ατάκες, και φυσικά άφθονες γαβάθες ποπ κορν.

MovieReactor: KRAMER VS KRAMER

KRAMER VS KRAMER
Ή ΜΟΥΣΕΙΑΚΗ ΕΥΑΙΣΘΗΣΙΑ

Μια κουραστική συννεφιασμένη ημέρα, πρέπει να συμφωνείτε, οφείλει να τελειώσει με ένα χαλαρωτικό κρασί, καλή παρέα, και ίσως μια ταινία. Έτσι αποφάσισα να κάνω χτες, που μετά τις μπογιές και τη μεταφορά επίπλων στην Πανεπιστημίου, ο αφράτος καναπές, το γεμάτο με κρασί ποτήρι, η καλή παρέα και μια απίστευτη τηλεόραση έδωσαν έναν κοσμοπολίτικο και χαλαρωτικό αέρα στην βραδιά. Και, βέβαια, ποια θα ήταν καλύτερη επιλογή από μια κλασσική ταινία, βγαλμένη από το σκονισμένο χρονοντούλαπο του 1979. Κράμερ εναντίον Κράμερ, ταινία που μπορεί να έχω ξαναδεί, αλλά πάντα παραμένει απολαυστική.

Ζευγάρι στα 40 του, ο Ντάστιν Χόφμαν και η Μέριλ Στριπ περνάνε δύσκολη φάση στο γάμο τους. Η Στριπ αποφασίζει να φύγει από το σπίτι να ξελαμπικάρει, αφήνοντας πίσω το άντρα αλλά και το 5χρονο παιδί της. Ξαφνιασμένος ο Χόφμαν, προσπαθεί να δημιουργήσει ένα κλίμα ευφορίας και παιχνιδιού στον μικρό του γιό, χωρίς να τον πληγώσει. Μπαμπάς και γιός χτίζουν από την αρχή μια σχέση που είχε εγκαταλειφθεί εξαιτίας των επαγγελματικών υποχρεώσεων του πρώτου, με κόστος την επαγγελματική του άνοδο. Μισός στην έγνοια της δουλειάς του, μισός στην ανατροφή του γιού του, ο Ντάστιν Χόφμαν γίνεται χίλια κομμάτια προσπαθώντας να είναι επιτυχημένος και στους δυο τομείς της ζωής του, με αποτέλεσμα να παραμελεί τις λεπτομέρειες και στους δυο αυτούς τομείς. Κι εκεί που, μετά από 18 μήνες, τα πράγματα έχουν στρώσει κι έχουν μπει σε μια καθημερινότητα, επιστρέφει η Μέριλ Στριπ με διαθέσεις να διεκδικήσει την κηδεμονία του γιού της.

Ο σεναριογράφος Ρόμπερτ Μπέντον κάθεται στην καρέκλα του σκηνοθέτη και υπογράφει μια κλασσική ταινία, διαχρονική, αρχετυπική σχεδόν, πάνω στην πατρική ή καλύτερα γονεϊκή αγάπη, στην σχέση εμπιστοσύνης γονιού – τέκνου, στις μεθόδους ανατροφής ενός παιδιού και τελικά στην δύναμη της συνήθειας ως δύναμη αλλαγής συμπεριφορών.

Η ταινία ξεκινάει με μιαν αντίθεση: ο Χόφμαν παίρνει προαγωγή στη δουλειά του και η Στριπ στο σπίτι τους ετοιμάζει την βαλίτσα της για να τον εγκαταλείψει. Όταν εκείνος επιστρέφει σπίτι, το χαμόγελο χαράς από την προαγωγή παγώνει, βλέποντας την γυναίκα του να τον εγκαταλείπει. Φυσικά έχει πληγωθεί ο εγωισμός του που τον χωρίζει η γυναίκα του, φυσικά τον πειράζει που εκείνη δεν σκέφτεται το παιδί τους, βασικά όμως ο Χόφμαν φοβάται ότι όλες οι ευθύνες που είχε αναλάβει η Στριπ τώρα θα πέσουν στους δικούς του ώμους. Ουσιαστικά, χάνει την βολή του, τα πράγματα που είχε έτοιμα όταν γύριζε σπίτι, ώστε να μπορεί την επόμενη μέρα να πάει στην δουλειά και να ξαναείναι επιτυχημένος. Μας παρουσιάζεται ένας άνθρωπος που αντλεί την αυτοπεποίθησή του αλλά και τα βιωσιμότερα στοιχεία της προσωπικότητάς του από την εργασία του. Ποιο είναι το αποτέλεσμα; Η γυναίκα του νιώθει παραμελημένη. Κανείς δεν την κατηγορεί γι’ αυτό. Κανείς δεν την θεωρεί τρελή. Ο ίδιος ο Χόφμαν το παραδέχεται ότι την έχει παραμελημένη. Φυσικό επακόλουθο: εκείνη μαζεύει τα μπογαλάκια της και φεύγει. Είναι όμως σωστή η στάση αυτή της μάνας, όταν μέσα στο σπίτι υπάρχει ένα παιδί;

Αυτό το παιδί αναλαμβάνει πλέον να αναθρέψει ο μπαμπάς. Και στην αρχή τα βρίσκει λίγο σκούρα. Φτιάχνει French toast με τσόφλια αυγού μέσα, καίει τα χέρια του με το τηγάνι, αργοπορεί να πάρει τον γιό του από παιδικό πάρτυ. Η πίεση που συσσωρεύεται μέρα με τη μέρα στον πατέρα τον ωθεί σε ξεσπάσματα επιφανειακά εναντίον του γιού του, που γρήγορα όμως επουλώνονται χωρίς ψυχικές αιματοχυσίες. Σταδιακά, όμως, όλες αυτές οι υποχρεώσεις του πατέρα αυτοματοποιούνται, ο μπαμπάς γίνεται καλύτερος γονιός, πιο πρακτικός και πιο δοτικός.
Η σχέση των δυο πλασμάτων αρχίζει να υφίσταται, να καλλιεργείται από την αρχή. Πριν, κι ενώ την φροντίδα του μικρού είχε αναλάβει εξολοκλήρου η μητέρα του, η σχέση του γιού με τον πατέρα ήταν ανύπαρκτη. Τώρα, εξ ανάγκης κι όχι από επιλογή, πάντως η tabula rasa σχέση των δυο ηρώων αναπτύσσεται αρμονικά και χτίζεται σε πολύ γερά θεμέλια, κυρίως δε στην αίσθηση και των δυο ότι έχουν εγκαταλειφθεί. Η κοινή τους θέση (του εγκαταλειμμένου γιού και συζύγου) τους φέρνει πιο κοντά εξαιτίας των κοινών τους συναισθημάτων.
Το αποτέλεσμα: τα πάντα ξεκινούν και λειτουργούν σαν ρολόι. Σε μια καταπληκτική σκηνή βλέπουμε τον μικρό να ξυπνάει και να πηγαίνει με το άσπρο σλιπάκι και το άσπρο φανελάκι του στην τουαλέτα. Βγαίνει από την τουαλέτα και έρχεται ο πατέρας του, με άσπρο σλιπάκι κι άσπρο φανελάκι κι αυτός και μπαίνει στην τουαλέτα. Ο γιος βγάζει στο τραπέζι κεϊκάκια και δυο πιάτα, ο πατέρας βάζει ποτήρια, καφέ, γάλα και πορτοκαλάδα, και κάθονται και οι δυο αμίλητοι και διαβάζουν ο ένας κόμικς και ο άλλος εφημερίδα. Μέσα σε ενάμιση λεπτό –όσο κρατάει η σκηνή- ο σκηνοθέτης μας δείχνει την εξέλιξη των δυο ηρώων, πώς έχουν μάθει να καλύπτουν τις ανάγκες τους, πώς έχουν αυτοματοποιήσει την καθημερινότητά τους, πώς έχουν βρει τα πατήματα των καθημερινών τους αναγκών, αλλά και πιο σημαντικό: πώς έχουν εξελίξει τόσο την σχέση μεταξύ τους που μπορούν και απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της σιωπής μεταξύ τους.

Η σκηνή στο πάρκο είναι αρκετά γνωστή: ο μικρός έχει ανέβει στην σκαλωσιά που σκαρφαλώνουν τα παιδάκια στην παιδική χαρά, η γειτόνισσα και φίλη του Χόφμαν του μιλάει για έναν γκόμενο, όταν το παιδί πέφτει ξαφνικά από την σκαλωσιά και σκάει βίαια στο έδαφος ματωμένο στο πρόσωπο. Αμέσως το σηκώνει πάνω ο πατέρας του και τρέχει ανάμεσα σε λεωφόρους προς το κοντινότερο νοσοκομείο. Εκεί το παιδί κάνει ράμματα, με τον πατέρα του να του κρατάει το κεφαλάκι του και να συμπάσχει στον πόνο του συρραπτικού, λες και περνάει ο ίδιος αυτόν τον πόνο. Μπορεί το περιστατικό να δείχνει κάποια μικρή αμέλεια από την πλευρά του πατέρα, όμως ουσιαστικά συμβάλλει κι αυτό ως βίωμα στις εμπειρίες που μοιράζονται μαζί πατέρας και γιός.

Μέσα σ’ αυτή την μοναδική σχέση αγάπης κι εμπιστοσύνης μεταξύ των ηρώων έρχεται να παρεμβληθεί ένας εισβολέας, η μετανιωμένη μητέρα. Η Μέριλ Στριπ επιστρέφει και ανακοινώνει στον Χόφμαν ότι πρόκειται να διεκδικήσει την κηδεμονία του μικρού γιού της δικαστικά. Σκηνή ανθολογίας η σκηνή στο μικρό τραπεζάκι ενός μπαρ με τους δυο γονείς αμήχανους στην αρχή, φορτισμένους στη συνέχεια, να δίνουν ρεσιτάλ ερμηνείας.
Όταν ο πατέρας, ανίκανος και άμαθος να συνδυάσει επαγγελματική επιτυχία και αποκλειστική ανατροφή του παιδιού του, απολύεται από την δουλειά του, ξεκινά ένα κυνηγητό εύρεσης εργασίας. Ξέρει, άλλωστε, ότι στην δίκη κηδεμονίας πρέπει να δείξει ότι έχει τους πόρους να αναθρέψει το παιδί του άνετα. Είναι διατεθειμένος, λοιπόν, να αποδεχτεί οποιαδήποτε δουλειά που θα του εξασφαλίσει ένα αξιοπρεπές εισόδημα για το παιδί του και τον εαυτό του. Όταν παραμονές Χριστουγέννων πηγαίνει σε εταιρία να ζητιανέψει δουλειά και διακόπτει τους εργοδότες από το χριστουγεννιάτικο πάρτυ της εταιρίας, εκείνοι συσκέπτονται για λίγο σε ένα ήσυχο γραφείο κι εκείνος περιμένει απ’ εξω, στον χώρο όπου γίνεται το πάρτυ. Εκεί, όλοι διασκεδάζουν αμέριμνοι, πίνουν, χορεύουν και γελούν με τους συναδέλφους τους, και μόνο εκείνος κάθεται με αγωνία σε μια καρέκλα στην γωνία περιμένοντας μια απάντηση από τα αφεντικά. Τελικά η αγωνία του τελεσφορεί, καθώς παίρνει την δουλειά αι φεύγει ευτυχισμένος από το κτήριο. Αυτή είναι πλέον η δικιά του γιορτή. Αυτή είναι η δική του χαρά, αλλά και μια μικρή στιγμή ξεγνοιασιάς. Τώρα αισθάνεται έτοιμος να παλέψει για την κηδεμονία του γιού του.

Κι αν κάποιος συνάδελφος διαβάζει αυτή τη στιγμή τα γραφόμενα, σίγουρα θα ξέρει ότι οι δικαστικοί αγώνες κηδεμονίας μπορούν να γίνουν αρκετά βίαιες καμιά φορά. Φυσικά, κάτι τέτοιο γίνεται στην ταινία. Με εξαιρετική μαεστρία ο σκηνοθέτης μας εγκλωβίζει σε μια δικαστική αίθουσα κεκλεισμένων θυρών, όπου οι δυο γονείς απλώνονται συναισθηματικά –και φυσικά ερμηνευτικά- προσπαθώντας να μετρήσουν την αγάπη τους για το παιδί τους και την ζωή που πρόκειται να του παράσχουν μελλοντικά.

Το μοτίβο της αλλαγής, της ωρίμανσης των ηρώων στεφανώνει το φινάλε της ταινίας, όπου οι τρεις ήρωες γίνονται ωριμότεροι, πληρέστεροι και αυτόνομοι, αισθανόμενοι και οι τρεις το βάρος της κατάστασης που ξεκινάει να περνάει και να τους αφήνει πιο ήρεμους, πιο ζωντανούς, πιο ικανούς να ελέγξουν συναισθήματα και καταστάσεις. Ένας προς έναν και οι τρεις ήρωες ξεπερνούν την καταιγίδα με ωριμότητα και γίνονται σοφότεροι, άρα και ζωντανότεροι.

Σεναριακά το έργο κυλάει πολύ άνετα. Κάθε σκηνή έχει ένα ειδικό βάρος, ένα κεντρικό γεγονός που περιγράφει ο σκηνοθέτης σαν αφηγητής, κάνοντας τις δευτερεύουσες λεπτομέρειες να γυρίζουν γύρω από το βασικό γεγονός κάθε σκηνής. Γενικώς η ταινία αποπνέει μια αύρα παλιού πράγματος, σαν να μυρίζεις παλιό ξύλο αντίκας. Η φωτογραφία έχει ζωηρά χρώματα του ’70 κυρίως με έντονη την απόχρωση του καφέ, τα σενάριο είναι ακαδημαϊκά μελετημένο και ισορροπημένο, η όλη ατμόσφαιρα γενικώς φαίνεται σαν σκουριασμένη αν την δεις από την προοπτική του 2011. Όμως η γλυκύτητα της πλοκής, οι ερμηνείες και η τελική κάθαρση της ταινίας διαμορφώνουν μια ταινία εξαιρετική. Σίγουρα στην πορεία της κινηματογραφικής δημιουργίας έχουμε δει κι άλλες παρόμοιες ταινίες. Όμως σε αυτήν την ταινία του 1979 είναι που βλέπουμε για πρώτη φορά όλα αυτά τα στοιχεία που βλέπουμε σε επόμενες χρονικά ταινίες, κάνοντας την ταινία να λειτουργεί σαν κινηματογραφικό αρχέτυπο.

Πέραν από την ομορφιά της σεναριακής και σκηνοθετικής έξαρσης, ο βασικός λόγος που καλείται ο σύγχρονος θεατής να δει την ταινία αυτή είναι η συγκλονιστικές ερμηνείες των ηθοποιών.
Πρώτος και καλύτερος ο Ντάστιν Χόφμαν, που ως προδομένος σύζυγος και ξαφνιασμένος γονέας, δίνει την δική του μάχη για ισορροπία στις υποχρεώσεις της ζωής του και για το δικαίωμά του στην αλλαγή και είναι απλά τέλειος. Η ψυχραιμία του και η βαθιά εσωτερικότητα των συναισθημάτων του, ειδικά σε μια από τις τελευταίες σκηνές όπου ο μικρούλης στεναχωριέται, είναι ισοπεδωτική. Ο Χόφμαν κάνει μια από τις καλύτερες ανδρικές ερμηνείες στην ιστορία του κινηματογράφου, υπόδειγμα για κάθε νέο ηθοποιό, ένα υποκριτικό master class, και δίκαια αποσπά το Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου, το πρώτο από τα δύο που του επιφυλάσσει η κινηματογραφική του καριέρα.
Δεν είναι ιδιαίτερα άξιο αναφοράς ότι η Μέριλ Στρίπ είναι συγκλονιστική για μια ακόμη φορά στον κινηματογράφο. Η άνεση που αντιμετωπίζει τον ρόλο της «κακιάς» μέσα στην ταινία, η οποία συνθλίβεται και περνάει στην άλλη άκρη, είναι καταπληκτικός. Το καλύτερο είναι, όμως, ότι, ενώ θα μπορούσε ο ρόλος αυτός να αποδοθεί με τις κλασσικές μανιέρες ενός «κακού» ρόλου, τελικά η σύζυγος και μητέρα που εγκαταλείπει την οικογένειά της καταλήγει να γίνεται συμπαθής και να προκαλεί τον οίκτο του θεατή και όχι την αποστροφή. Το δεύτερο σπουδαίο επίτευγμα της Μέριλ Στριπ είναι ο τρόπος που κλαίει (!). Είναι τόσο ισοπεδωτικά απλό και ειλικρινής, που νομίζεις ότι πρέπει να πας να την ηρεμήσεις. Για την σπουδαία ερμηνεία της στην ταινία η Μέριλ Στριπ απέσπασε το Όσκαρ β΄ γυναικείου ρόλου.
Μπορεί να περιμένεις από τον Χόφμαν και την Στριπ σπουδαίες ερμηνείες, όταν όμως βλέπεις τον 7χρονο Τζάστιν Χένρυ να παίζει τόσο μεστά και αληθινά τον μικρό γιο μιας οικογένειας που διαλύεται, τότε δεν σου μένει παρά να απολαύσεις και να συγκινηθείς με ειλικρίνεια με τις στιγμές που ο μικρός βουρκώνει και του κόβεται η ανάσα από τα δάκρυα μέσα στην αγκαλιά του μπαμπά του. Ο πιτσιρίκος Τζάστιν Χένρυ για την ερμηνεία του στην ταινία κέρδισε μια υποψηφιότητα για το Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου και είναι μέχρι και σήμερα ο νεότερος υποψήφιος για Όσκαρ ηθοποιός. Φυσικά, δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι η καριέρα του άρχισε και τελείωσε στην ταινία αυτή…

Εάν η ταινία αυτή ήταν σουηδού σκηνοθέτη, τότε ο θεατής μετά το τέλος της θα ήθελε να αυτοκτονήσει. Ο τεξανός Ρόμπερτ Μπέντον δίκαια απέσπασε για την ταινία το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και Σεναρίου και κατάφερε να δώσει στην ταινία του το Όσκαρ καλύτερης ταινίας, διότι κατάφερε να δώσει μια ελαφριά και σχετικά ευχάριστη πνοή στην ταινία, χωρίς να γίνεται βαριά και καταθλιπτική. Το σφιχτοδεμένο σενάριο κάνει την ταινία ανάλαφρη παρά την βαριά θεματολογία της και αυτό που επικρατεί στην ταινία τουλάχιστον στο τέλος της είναι η ειλικρινής συγκίνηση.

Μια πολύ ωραία ταινία, απλή, ανθρώπινη, συγκινητική, συναισθηματική, με τρομερές ερμηνείες, αξίζει να την ανακαλύψετε ως ένα ζωηρό μουσειακό είδος από την ιστορία του κινηματογράφου, μια ταινία που έφτασε πανάξια πολύ κοντά στο “Big five” των βραβείων Όσκαρ. Δείτε την με μικρή παρέα, με κρασί και κρεατο-κατάσταση.


Ένθετο: “BIG FIVE”

Αδιαμφισβήτητα τα Όσκαρ αποτελούνε ένα από τα σημαντικότερα βραβεία ποιότητας μιας ταινίας. Όσο κι αν διαφωνούμε, όσο κι αν βλέπουμε ότι κάπου κάπου ίσως οι επιλογές των καλλιτεχνών που κρατάνε τελικά το αγαλματάκι στα χέρια τους γίνονται με εμπορικά παρά με καλλιτεχνικά κριτήρια, παρά ταύτα δεν μπορούμε να παραβλέψουμε τις κορυφαίες δημιουργίες και του κορυφαίους καλλιτέχνες που έχουν βραβευτεί με το χρυσό αγαλματάκι με τον ιππότη, το ξίφος και την μπομπίνα.

Τα βραβεία αυτά όπως ξέρουμε διαιρούνται σε κατηγορίες, κάποιες από αυτές αφορούν μεμονωμένους δημιουργούς, άλλες ηθοποιούς, άλλες τεχνικούς, άλλες εταιρίες παραγωγής. Πάντα η βράβευση ενός καλλιτέχνη ή μιας εταιρίας είναι σημαντική για τους ίδιους, αλλά όχι πάντα για το κοινό. Είναι λίγοι εκείνοι οι θεατές που ενδιαφέρονται για το Όσκαρ σκηνογραφίας ή για το Όσκαρ μοντάζ π.χ. Γι’ αυτό, δημιουργήθηκε ανεπίσημα μια κατηγορία βραβείων, τα “Big five” βραβεία, ως αυτά που ενδιαφέρουν το μεγαλύτερο ποσοστό των θεατών. Και αυτά είναι τα εξής:
1. Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας
2. Όσκαρ Σκηνοθεσίας
3. Όσκαρ Σεναρίου (πρωτότυπου ή διασκευασμένου)
4. Όσκαρ Α΄ ανδρικού ρόλου
5. Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου

Στην ιστορία του κινηματογράφου είναι τρεις οι ταινίες που έχουν καταφέρει να αποσπάσουν και τα πέντε παραπάνω βραβεία, καταφέρνοντας ένα απίστευτο ρεκόρ καλλιτεχνικής αναγνώρισης.
Η πρώτη έρχεται από το μακρινό 1934, όπου η ταινία «Συνέβει μια νύχτα» του δεξιοτέχνη Φρανκ Κάπρα αποσπά τα 5 σημαντικότερα βραβεία της Ακαδημίας Τεχνών. Ο ίδιος ο Κάπρα πήρε το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και χάρισε το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας στην εταιρία Κολούμπια με το καλλιτεχνικό του δημιούργημα. Ο προπαγανδιστής κατά των ναζιστών Ρόμπερτ Ρίσκιν κέρδισε το Όσκαρ Σεναρίου και οι αστέρες του τότε Κλαρκ Γκέιμπλ και Κλοντέτ Κολμπέρ κέρδισαν τα βραβεία ρόλων.
Η δεύτερη ταινία έρχεται με μεγάλο άλμα στον χρόνο, από το 1975, με τον τρελό Τζακ Νίκολσον να παιδεύει την νοσοκόμα Λουίζ Φλέτσερ στην «Φωλιά του κούκου». Ο Τσέχος σκηνοθέτης Μίλος Φόρμαν μας χαρίζει ένα αξεπέραστο δράμα, κάνοντας τα μαγικά του και αποσπώντας το Όσκαρ Σκηνοθεσίας, ο ηθοποιός Μάικλ Ντάγκλας παίρνει Όσκαρ από την καρέκλα του παραγωγού για την ταινία, οι Χόμπεν και Γκόλντμαν κερδίζουν το Όσκαρ σεναρίου, η Λούιζ Φλέτσερ κερδίζει –ίσως λίγο άδικα- την Έντα Γκάμπλερ της συγκλονιστικής Γκλέντα Τζάκσον και παίρνει σπίτι της το χρυσό αγαλματάκι, και η φοβερή ερμηνεία του Τζακ Νίκολσον του χαρίζει πανάξια το πρώτο από τα τρία Όσκαρ που θα του αναλογούσαν τελικά στην καλλιτεχνική του πορεία.
Τελευταία μια ταινία που έκανε το 1991 πολλούς θεατές να γαντζωθούν από τα μπράτσα του καθίσματός τους στο σινεμά. Η απεγνωσμένη νεαρή μπατσίνα Τζόντι Φόστερ καταφεύγει στην συμβουλή του κανίβαλου Χάνιμπαλ Λέκτερ και ο κόσμος αηδιάζει βλέποντας το μισοφαγωμένο πτώμα ενός φρουρού σταυρωμένο πάνω στα κάγκελα του κελιού του Άντονυ Χόπκινς στην «Σιωπή των αμνών». Ο Τζόναθαν Ντεμ υπέγραψε το 1991 την καλύτερη δημιουργία του, χαρίζοντας πανάξια στον εαυτό του το Όσκαρ Σκηνοθεσίας και στην εταιρία παραγωγής του το Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας. Ο θεατρικός συγγραφέας Τεντ Τάλυ υπέγραψε το σενάριο που του χάρισε το μοναδικό του Όσκαρ, η Τζόντι Φόστερ έπαιξε σαν βράχος την αποφασισμένη αστυνομικό που φέρεται και άγεται από τον συγκλονιστικό Άντονυ Χόπκινς, ίσως την καλύτερη ανδρική ερμηνεία που έχω δει ποτέ.

Καποιες ταινίες πλησίασαν το επίτευγμα των 5 σπουδαίων βραβείων:
Η κλασσική «Όσα παίρνει ο άνεμος» ατύχησε στο Α΄ ανδρικού, όπου ο Κλαρκ Γκέιμπλ έχασε από τον Ρόμπερτ Ντόνατ.
Η «Μις Μινίβερ» έχασε το Α΄ ανδρικού.
Ο «Νευρικός εραστής», η καλύτερη ταινία του Γούντυ Άλεν, έχασε κι αυτή το Α΄ ανδρικού ρόλου, όπου ο Γούντυ δεν κατάφερε να κερδίσει τον Ρίτσαρντ Ντρέυφους.
Τέλος, στο «Αμέρικαν Μπιούτυ» η Άνετ Μπένινγκ έχασε το Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου από την καταπληκτική Χίλαρι Σουόνκ στο “Boys don’t cry”.

Παρασκευή 9 Σεπτεμβρίου 2011

MovieReactor: Hunger (2008)

HUNGER (2008)
Ή Ο ΕΝΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ ΓΚΑΝΤΙ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ

Ένα από τα κατάλοιπα που μου κληρονόμησε η θητεία μου στα ελληνικά στρατά είναι το πρωινό ξύπνημα. Ποτέ μου δεν είχα δυσκολία σ’ αυτό, από τότε μάλιστα που ξυπνούσα πρωί πρωί μικρό παιδί για να δω παιδικά στην τηλεόραση το πρωί του Σαββατοκύριακου, αλλά τώρα πια το όλο θέμα καταντάει γελοίο, ειδικά όταν ξυπνάει κανείς στις 6.30 το πρωί. Για να πνίξω τον πόνο του πρωινού ξυπνήματος, είπα να δω μια ταινία για τον πόνο κάποιου άλλου ανθρώπου. Και πέτυχα διάνα.

Σε βρετανική φυλακή για τρομοκράτες στην Βόρεια Ιρλανδία, καταφθάνει νεαρός κρατούμενος. Ξεγυμνώνεται από τους φύλακες και πετιέται σε μπουντρούμι, που το μοιράζεται αδιαμαρτύρητα με συγκρατούμενο και συν-επαναστάτη. Από το σημείο αυτό, ο νεαρός και οι υπόλοιποι κρατούμενοι της φυλακής θα περάσουν τα πάνδεινα από τους βρετανούς φύλακες, όπως φάλαγγες, σοδομισμούς με διάφορα αντικείμενα, εξευτελισμούς κλπ κλπ. Από την κατάσταση αυτή ξεπηδούν διάφορες φωνές αντίδρασης, με βασικότερη εκείνη του Μπόμπυ Σαντς (Μάικλ Φασμπέντερ), ο οποίος ομολογεί όταν τον επισκέπτεται φίλος και επαναστάτης ιερέας (Λίαμ Κάνινγκχαμ) ότι ξεκινάει απεργία πείνας (Hunger). Το σώμα του αρχίζει και αδυνατίζει, τα ζωτικά του όργανα υπολειτουργούν, μέχρι το οριστικό τέλος της απεργίας πείνας.

Ο Στηβ ΜακΚουίν (καμία σχέση με τον διάσημο ηθοποιό της δεκαετίας ’70) κάνει ντεμπούτο στη σκηνοθεσία με μια ταινία επαναστατική και καταγγελτική. Δεν φείδεται ωμότητας, σκληρότητας, ρεαλιστικότητας, με αποτέλεσμα να σου σφίγγει το στομάχι και να στραγγαλίζει τις αισθήσεις σου, παίρνοντας λίγο από τον αέρα που αναπνέεις. Δημιουργεί έτσι μια ταινία μετέωρη μεταξύ της καλλιτεχνικής αφήγησης και του ντοκιμαντέρ. Όμως, αν και αρκετά σφιχτοδεμένη, η ταινία καταφέρνει άραγε να κυλήσει αβίαστα για τον θεατή, ή μήπως η αφήγηση κολλάει κατά την μετάβαση του ενός γεγονότος στο άλλο?

Το φιλμ ξεκινάει ιδανικά. Ένας βρετανός φύλακας της φυλακής ξυπνάει από τον ύπνο του, τρώει το πρωινό του, πίνει τον καφέ του, φοράει τα ρούχα του αι πηγαίνει στη δουλειά του. Πριν μπει στο αμάξι του, στρέφει το κεφάλι του πλάι προς τον δρόμο, και βλέπει τα κλασσικά βρετανικά σπιτάκια το ένα δίπλα στο άλλο, όλα τόσο απογοητευτικά όμοια μεταξύ τους. Προφανές σχόλιο του σκηνοθέτη για την μαζοποίηση της σκέψης των φυλάκων από τις εθνικιστικές φανφάρες όπου είναι εκτεθειμένοι.
Ο φύλακας φεύγει και φτάνει στην φυλακή. Στη συνέχεια βουλώνει τον νιπτήρα, τον γεμίζει με νερό και βυθίζει τα χέρια του μέσα. Στις κλειδώσεις των δακτύλων τα χέρια του είναι πληγιασμένα, προφανώς από τις μπουνιές που μόλις έριξε σε κάποιον κρατούμενο. Η δροσιά του νερού ανακουφίζει τις πληγές, ανακούφιση που διαγράφεται στο πρόσωπό του. Είναι σαν να ανακουφίζεται από την ταλαιπωρία που τραβάει στην δουλειά του, και είναι προφανές το ειρωνικό σχόλιο του σκηνοθέτη «δουλειά κι αυτή…». Η ανακούφιση αυτή επαναλαμβάνεται αρκετές φορές μέσα στην ημέρα. Η αρχή αυτή είναι εξαιρετική και προδιαθέτει τον θεατή ότι πρόκειται να δει ταινία εμποτισμένη με το φοβερό κράμα ρεαλισμού – ποίησης.
Η συνέχεια, όμως, δεν είναι διόλου ποιητική. Νεαρός φρεσκοσυλληφθείς αρνείται να φορέσει τα ρούχα της φυλακής, απαιτώντας να φοράει τα δικά του. Άλλωστε, στα μάτια του οι πράξεις του δεν ήταν τρομοκρατικές αλλά επαναστατικές, με γνώμονα την ελευθερία της πατρίδας του. Οι φύλακες, λοιπόν, τον ξεγυμνώνουν - σημάδι εξευτελισμού – και του δίνουν απλά μια πετσέτα, ώστε να κρατάει σκεπασμένα τα γεννητικά του όργανα. Πετιέται ο νεαρός στο μπουντρούμι, όπου γνωρίζει τον συγκάτοικό του, κι αυτός ιρλανδός επαναστάτης, ο οποίος έχει καλύψει τους τοίχους του κελιού με κόπρανα – γραφική ύλη για καλλιτεχνική δημιουργία πάνω στους τοίχους.
Οι κρατούμενοι σύρονται βίαια για να κουρευτούν και να πλυθούν, και τους παρέχονται πολιτικά ρούχα 2ο χέρι να φορέσουν. Όταν αυτοί αρνούνται να τα φορέσουν, καλούνται οι ειδικές δυνάμεις της βρετανικής αστυνομίας οπλισμένοι με γκλομπ και ασπίδες, παρατάσσονται κατά μήκος των δυο τοίχων του στενού διαδρόμου της φυλακής και αρχίζουν και ξυλοκοπούν άγρια τους τρόφιμους με τα γκλομπ. Ενώ οι ειδικοδυναμίτες βαράνε ανελέητα έναν κρατούμενο, ένας ειδικοδυναμίτης έχει βγει από την παράταξη, έχει ακουμπήσει σε διπλανό τοίχο και έχει πλαντάξει στο κλάμα, αηδιασμένος από την δουλειά που τον έχουν βάλει να κάνει. Αυτούς που βαράνε τους βλέπουμε αριστερά στην οθόνη, τον νεαρό που κλαίει δεξιά στην οθόνη, σε ένα δυνατό κοντράστ, το οποίο όμως φαίνεται τόσο πολύ φτιαχτό για να προκαλέσει συγκίνηση.
Ο φύλακας, με τον οποίον ξεκίνησε η ταινία, φεύγει από την φυλακή κι επισκέπτεται την κατατονική μάνα του στο ίδρυμα που την έχει κλείσει. Ένας ιρλανδός επαναστάτης έρχεται από πίσω του και τον πυροβολεί στον αυχένα. Ο φύλακας πεθαίνει ακαριαία καταματωμένος πάνω στην ποδιά της μητέρας του, η οποία αδυνατεί να αντιδράσει λόγω της αρρώστιας της. Στη σκηνή αυτή ο σκηνοθέτης προσπαθεί να συμβιβάσει τα δυο άκρα, παραδεχόμενος ότι και οι βρετανοί στρατιώτες στο βάθος είναι άνθρωποι, με συναισθηματικές ανάγκες, με λάθη, με τρωτά σημεία. Έτσι, ο ιρλανδός επαναστάτης μπαίνει στη θέση του «κακού» και ο βρετανός φύλακας σε εκείνη του «θύματος», αποδεικνύοντας ότι σε έναν πόλεμο υπάρχουν πάντα απώλειες και στις δύο πλευρές, και οι απώλειες αυτές είναι άνθρωποι. Δεν θα ήθελα να σχολιάσω παραπάνω την σκηνή αυτή, αν και κάτι μου ξινίζει, να πω την αλήθεια…
Ο πρωταγωνιστής της ταινίας μας παρουσιάζεται περίπου στην μέση της αφήγησης, σε συνάντηση με φίλο επαναστάτη ιερωμένο μέσα στη φυλακή. Ένα ιδεολογικό μπραντεφέρ βλέπουμε, όπου ο Σαντς πιστεύει στην ελευθερία μέσω πράξεων ακτιβισμού και ο ιερωμένος στην ελευθερία μέσω πολιτικού λόγου και διπλωματίας. Εκεί, ο Σαντς ανακοινώνει στον ιερωμένο ότι ξεκινάει απεργία πείνας. Μάταια ο παπάς προσπαθεί να τον μεταπείσει. Σε ένα μακρόσυρτο 16λεπτο μονόπλανο, ο σκηνοθέτης προσπαθεί να δώσει ιδεολογικό έρεισμα στην απεργία πείνας του ιρλανδού επαναστάτη, δίνοντάς του χώρο να εκφράσει τις απόψεις του περί δυναμικής αντίδρασης στην κατοχή της Βορείου Ιρλανδίας από τους Άγγλους. Θεωρώ κινηματογραφικό ατόπημα, όταν σε μια ταινία με φοβερή έλλειψη διαλόγων, που σε νοιάζει η ωμή απεικόνιση της κατάστασης των επαναστατών μέσα σε κρατική φυλακή με μόνο σου όπλο τις εικόνες, ξαφνικά κάπου στη μέση της ταινίας να πετάς μια σκηνή με ακατάσχετη λογοδιάρροια. Όταν, όμως, γνωρίζεις δυο πράγματα για την ιστορία της Βορείου Ιρλανδίας και τον άνισο αγώνα επαναστατών και πολιτικών για το αυτονόητο, την ελευθερία από την κατοχή των ξένων στη χώρα σου, τότε συγκινείσαι ακούγοντας το πάθος και των δυο επαναστατών για ελευθερία.
Η απεργία πείνας ξεκινάει, και σύντομα βλέπουμε τον Σαντς, εναλλακτικό Γκάντι της Ιρλανδίας, να έχει απομείνει ένα τσουβάλι κόκκαλα με δέρμα τριγύρω τους, με πληγές σε όλο του το κορμί, με ζωτικά όργανα που υπολειτουργούνε, με ένα σώμα που αρχίζει να λιώνει. Φαγητό τοποθετείται καθημερινά στο κελί του Σαντς στο νοσοκομείο της φυλακής, το οποίο επιστρέφεται ανέγγιχτο το επόμενο πρωί. Όταν ο Μπόμπυ Σαντς πετιέται από τους φύλακες στην μπανιέρα για μπάνιο, βλέπει στα χέρια του γιγαντόσωμου άγγλου φύλακα που τον φυλάει ένα τατουάζ με την ένδειξη «UDA», τα αρχικά του οργανωμένου ιρλανδικού επαναστατικού αγώνα: η απεργία πείνας έχει λειτουργήσει, πολλοί από τους άγγλους πολίτες –και δη δεσμοφύλακες- έχουν κατανοήσει τα δίκια των ιρλανδών και είναι πλέον υπέρ του αγώνα τους εναντίον του βρετανικού ιμπεριαλισμού.
Οι γονείς του Σαντς μεταφέρονται και διαμένουν ως επισκέπτες στη φυλακή που αργοσβήνει ο γιός τους, για να είναι μαζί του τις τελευταίες ημέρες. Και με την μητέρα του παρούσα, ένα κάποιο πρωινό, ο Σαντς σβήνει, μετά από 66 ημέρες απεργίας πείνας, έχοντας κάνει διάσημο παγκοσμίως το ζήτημα της κατοχής της Βορείου Ιρλανδίας.

Αποκαλύπτω το τέλος της ταινίας, επειδή αφενός είναι ένα ιστορικό γεγονός, κι αφετέρου πραγματικά δεν είναι αυτή η αγωνία που έχει κανείς βλέποντάς την.

Η σκηνοθεσία του Στηβ ΜακΚουίν είναι ταλαντούχα αλλά πρωτολειακή. Έχει πολλές αδυναμίες, υποπίπτει σε σημαντικά λάθη που κάνουν την αφήγηση να μην ρέει, κάνουν τον θεατή να καταλάβει ότι ο σκηνοθέτης της ταινίας αυτής είναι άπειρος, αλλά πολλά υποσχόμενος. Η ταινία βραβεύτηκε στο Φεστιβάλ των Καννών με την Χρυσή Κάμερα πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, με BAFTA πρωτοεμφανιζόμενου σκηνοθέτη, και με πολλά άλλα βραβεία από κινηματογραφικά φεστιβάλ, είναι όμως μια άνιση ταινία, η οποία πραγματεύεται ένα θέμα πολύ δυνατό και συγκινητικό από μόνο του, και καταφέρνει με τα όσα προβλήματα αφήγησης να μεταδώσει έναν επαναστατικό καημό στον θεατή, μια γλυκόπικρη αηδία για τον ιμπεριαλισμό των κυβερνόντων τον κόσμο, πέραν από τον σε πηχτές δόσεις αποτροπιασμό για τις σκηνές ωμότητας και βίας, οι οποίες δύσκολα σου φεύγουν από το μυαλό.

Η ταινία απεμπόλησε την οποιαδήποτε ποιητικότητα, και περιορίστηκε σε ωμές σκηνές άκρατου ρεαλισμού, περιορίζοντας την αφήγηση σε μια αποστασιοποιημένη και ντοκιμαντερίστικη συρραφή των γεγονότων που την αποτελούν. Ο σκηνοθέτης σαφώς παίρνει θέση υπέρ της επανάστασης των Βορειοϊρλανδών, δεν παίρνει θέση όμως στην πρακτική της απεργία πείνας ως μέσω πίεσης. Δεν μας λέει την άποψή του. Είναι τελικά η απεργία πείνας ένα κοινωνικό μέσο ακτιβιστικής αντίδρασης, ή μήπως είναι μια αργόσυρτη συνεχής απειλή προς αυτοκτονία? Δεν ξέρω αν θα ήταν καλό να πάρει θέση στο ζήτημα, ξέρω όμως ότι θέλει να δημιουργήσει το ερώτημα αυτό στον θεατή, χωρίς να αναιρεί τίποτα από το ανδραγάθημα του Μπόμπυ Σαντς.

Η μουσική είναι ανύπαρκτη, βοηθώντας έτσι στην ένταση του ρεαλισμού των σκηνών που δείχνει. Δεν θέλει τίποτα τεχνητό, όπως μουσική και εφέ. Ο σκηνοθέτης θέλει όλα τα μέσα του να περιορίζονται στην ωμή αφήγηση σκληρών γεγονότων, και όλη η δύναμη της ταινίας να βγαίνει από αυτά.

Ο Μάικλ Φασμπέντερ, ακόμα κι αν αποφάσιζε να αποσυρθεί σήμερα από την υποκριτική τέχνη, θα έμενε στην ιστορία ως Μπόμπυ Σαντς. Μια από τις καλύτερες ερμηνείες του 2008, τόσο απλή κι εσωτερική που δένει άνετα και άκοπα στο σύνολο της ταινίας.
Ο έμπειρος Λίαμ Κάννινγκχαμ είναι καταπληκτικός ως Πατέρας Μόραν, στην μοναδική σκηνή που παρουσιάζεται, όπου επί ένα εικοσάλεπτο μονοπωλεί με τον δυναμικό διάλογό του με τον Μπόμπυ Σαντς.

Δυναμική, ωμή, σκληρή, αλλά και αργή και μεστή, το Hunger του Στηβ ΜακΚουίν θα μείνει στην ιστορία χάρη στο συγκινητικό ιστορικό γεγονός που περιγράφει, την εξαιρετική ερμηνεία του πρωταγωνιστή Μάικλ Φασμπέντερ, αλλά όχι χάρη στους σκηνοθετικούς χειρισμούς του δημιουργού της. Δείτε την για να ανακαλύψετε ότι δεν είναι μόνο η Ελλάδα –ευτυχώς- που έχει μεγάλους ήρωες.

Ο 20Ος ΑΙΩΝΑΣ ΤΗΣ ΙΡΛΑΝΔΙΑΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΡΕΙΣ ΤΑΙΝΙΕΣ

Τα πάθη των Ιρλανδών του εικοστού αιώνα και η πορεία τους για την ελευθερία από τους Άγγλους κατακτητές ξεκινούν από το 1916 με το διάσημο “Eastern Rising”, τον εγκλωβισμό μιας μερίδας Ιρλανδών επαναστατών στο τεράστιο κτήριο του ταχυδρομείου του Δουβλίνου, την καταστροφή του κτηρίου και την δολοφονία πολλών ιρλανδών επαναστατών, την οποία ακολούθησαν συλλήψεις και βασανιστήρια που δεν χωράνε σε ανθρώπου νου. Ανάμεσα στους συλληφθέντες και δυο πασίγνωστα ιστορικά πρόσωπα: ο Έαμον ντε Βαλέρα και ο Μάικλ Κόλινς.

Στην ταινία «Μάικλ Κολινς, ο επαναστάτης» ο κορυφαίος ιρλανδός σκηνοθέτης Νηλ Τζόρνταν ακολουθεί την ζωή του σπουδαίου επαναστάτη και πολιτικού, ο οποίος μετά την απελευθέρωσή του για τα συμβάντα του Easter Rising, οργανώνει αντάρτικο και επαναστατική οργάνωση εναντίον των βρετανών. Στον αντίποδα της επαναστατικής οργάνωσης, ο άλλος επαναστάτης, Έαμον ντε Βαλέρα, πρεσβεύει την επανάσταση μέσω του δημοκρατικού πολιτικού λόγου.
Ο IRA, ο επαναστατικό στρατός των Ιρλανδών, δολοφονεί 14 μέλη των μυστικών υπηρεσιών της Αγγλίας μια Κυριακή πρωί. Τα αντίποινα είναι άμεσα, όταν ο βρετανικός στρατός ανοίγει πυρ σε κατάμεστο στάδιο στο Κορκ της Ιρλανδίας κατά τη διάρκεια αγώνα.
Μετά από άπρακτες διπλωματικές αποστολές, τελικά η βρετανική κυβέρνηση καλεί την ιρλανδική αντιπροσωπεία στο Λονδίνο, για να εγκρίνουν την ανεξαρτησία της Ιρλανδίας ως ελεύθερη χώρα εντός της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Η συμφωνία υπογράφηκε από τον εκπρόσωπο της Ιρλανδίας Μάικλ Κόλινς, ο ντε Βαλέρα όμως διαφώνησε, θέλοντας μια Ιρλανδία ελεύθερη, και ξεκίνησε αντάρτικο με τον IRA εναντίον Άγγλων και «αγγλόφιλων» Ιρλανδών, όπως θεωρούσε και τον Μάικλ Κόλινς. Ο τελευταίος γυρίζει στο Κορκ και ζητά συνάντηση με τον ντε Βαλέρα, λέγοντας «Ήταν πάντα ο αρχηγός μου. Θα πήγαινα και στην κόλαση αν μου το ζητούσε. Και μάλιστα, μπορεί και να έχω πάει ήδη». Εθνικιστές ιρλανδοί, χωρίς την έγκριση του ντε Βαλέρα, λένε στον Μάικλ Κολινς να πάει σε ένα πανδοχείο, όπου του στήνουν ενέδρα και τον σκοτώνουν.
Η σπουδαία αυτή ταινία κέρδισε τον Χρυσό Λέοντα στο Φεστιβάλ της Βενετίας το 1996 και το καστ της αποτελείται από τους Λίαμ Νίσον, Τζούλια Ρόμπερτς και Άλαν Ρίκμαν.

Η Πράξη της Ιρλανδικής Κυβέρνησης του 1920 έδωσε ελευθερία στην Νότια Ιρλανδία, δημιούργησε όμως το κράτος της Βόρειας Ιρλανδίας ως ξεχωριστό μέρος του νησιού, υπό την διακυβέρνηση του παλατιού.

Ο αγώνας των Ιρλανδών όμως μόλις είχε αρχίσει. Στην ταινία «Ο άνεμος χορεύει το κριθάρι» του Ιρλανδού Κεν Λόουτς, δυο αδέρφια κατατάσσονται στον IRA και συμμετέχουν στον ανταρτοπόλεμο των Ιρλανδών εναντίον των Άγγλων κατακτητών. Μετά το 1920, ο Ιρλανδικός Επαναστατικός Στρατός μάχεται για να αποτινάξει τον διακριτικό έλεγχο της Βρετανικής Αυτοκρατορίας από την Ιρλανδία, αλλά και για την απελευθέρωση των αδερφών τους στην Βόρεια Ιρλανδία από την Αγγλική κατοχή. Μετά την παραχώρηση αυτονομίας στην Νότια Ιρλανδία το 1920, ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ των Ιρλανδών σκιαγραφείται από την επιλογή των δυο αδερφών: ο ένας δέχεται την Πράξη του 1920 σαν ένα πρώτο βήμα για την απελευθέρωση ολόκληρης της Ιρλανδίας (τακτικός στρατός). Ο άλλος απορρίπτει την Πράξη του 1920, θεωρώντας ότι με αυτήν παγιώνεται η διχοτόμηση της Ιρλανδίας σε Νότια και Βόρεια, θεωρεί ολόκληρη την Ιρλανδία ακόμα υπό αγγλική κατοχή και παλεύει για την ελευθέρωση ολόκληρης της Ιρλανδίας (επαναστατικός στρατός). Τα πάθη των Ιρλανδών που σφάζονται μεταξύ τους σκιαγράφονται με τρομερά χρώματα και η μάστιγα του εμφυλίου μεταξύ των ετών 1922-1923 ολοκληρώνεται με τον αποδεκατισμό των επαναστατών και την επικράτηση των δυνάμεων της Ιρλανδικής κυβέρνησης και του τακτικού στρατού.
Η ταινία αυτή θεωρείται η καλύτερη ταινία σχετικά με την ιστορία της Ιρλανδίας του 20ου αιώνα, τιμήθηκε με τον Χρυσό Φοίνικα στο Φεστιβάλ των Καννών και ανέδειξε το άστρο του ηθοποιού Σίλιαν Μέρφι.

Ο Επαναστατικός Στρατός των Ιρλανδών δεν σταμάτησε την δράση του. Ο IRA στρατολογούσε στις παράνομες τάξεις του νεαρούς εθνικιστές με σκοπό την δολιοφθορά και τον ανταρτοπόλεμο εναντίον των Άγγλων της Βορείου Ιρλανδίας, σε μια εκτεταμένη περίοδο από τα τέλη των ’60 έως και το 1998, μια περίοδος που ονομάστηκε “The Troubles”. Κορύφωση των εξεγέρσεων και εχθροπραξιών στην Βόρειο Ιρλανδία ήταν η 30η Ιανουαρίου 1972, ημέρα γνωστή ως «Bloody Sunday». 26 νεαροί ειρηνικοί ακτιβιστές του Ιρλανδικού Επαναστατικού Αγώνα, ενώ διαδήλωναν στου δρόμους του Ντέρυ, πυροβολήθηκαν εν ψυχρό από Άγγλους αστυνομικούς.
Τα γεγονότα που ακολούθησαν εντάχθηκαν στην προσπάθεια της Αγγλικής Κυβέρνησης να διασπάσει το επαναστατικό κίνημα των Ιρλανδών. Οι Ιρλανδοί επαναστάτες φυλακίζονταν μετά από δίκες – παρωδίες και περνούσαν τα πάνδεινα μέσα στα σωφρονιστικά ιδρύματα των Άγγλων. Οι Ιρλανδοί αντιδρούσαν ειρηνικά, με απεργίες πείνας εντός των φυλακών –πρώτο θύμα των απεργιών πείνας ήταν ο Μπόμπυ Σαντς της σημερινής ταινίας – και με ανταρτοπόλεμο και βομβιστικές επιθέσεις αυτονομιστών στους δρόμους.

Μια τέτοια βομβιστική επίθεση περιγράφει η ταινία του έτερου κορυφαίου Ιρλανδού σκηνοθέτη Τζιμ Σέρινταν «Εις το όνομα του πατρός». Νεαρός επαναστάτης συλλαμβάνεται τάχα επειδή έβαλε βόμβα σε παμπ που συχνάζανε άγγλοι αστυνομικοί, ανακρίνεται βίαια, υποχρεώνεται να ομολογήσει μια πράξη που δεν έκανε, φυλακίζεται και τραβάει τα πάνδεινα στην φυλακή Παρκ Ρουαγάλ.
Η ταινία κέρδισε την Χρυσή Άρκτο στο Φεστιβάλ του Βερολίνου το 1993 και ανέδειξε τον κορυφαίο λονδρέζο ακτιβιστή - ηθοποιό Ντάνιελ Ντέυ-Λιούις.

Τρεις ταινίες που αναδεικνύουν την αγωνία και τις προσπάθειες ενός λαού για ανεξαρτησία, τα δεινά των μικρών καθημερινών αφανών ηρώων ενός πολέμου που κρατάει ακόμα και σήμερα, το 2011, και εμπνέει την υπομονή, την μεθοδικότητα και την ομοψυχία των καταπιεσμένων ενάντια στους καταπιεστές.

Τετάρτη 6 Ιουλίου 2011

MovieReactor: The ghost writer (Ο αόρατος συγγραφέας -

THE GHOST WRITER (2010)
Ή ΒΡΕΧΕΙ ΚΑΥΤΕΣ ΠΑΤΑΤΕΣ

Χαμένος στα βουνά της Πίνδου, με ορίζοντα την ξερή χειμωνιάτικη φύση της βουνοπλαγιάς και περικυκλωμένος από βαριά συννεφιά, αποφάσισα να δω μια ταινία με παρόμοιο σκηνικό. Φυσικά, ήξερα ότι τέτοιος καιρός και κλίμα βρίσκεται μόνο σε αγγλική ταινία. Με την έγκυρη υπογραφή του Ρόμαν Πολάνσκι ως δημιουργού, ήξερα ότι η ταινία που διάλεξα δεν θα με απογοήτευε. Όπως κι έγινε. «Ο αόρατος συγγραφέας»:

Φρεσκοπετυχημένος νέος συγγραφέας (Γιούαν Μακ Γκρέγκορ) αναλαμβάνει να γράψει την βιογραφία του βρετανού πρώην πρωθυπουργού (Πηρς Μπρόσναν). Μαζεύει τα μπογαλάκια του, πηγαίνει στην υπερσύγχρονη σιδηρόφραχτη έπαυλη του βαθύπλουτου πολιτικού και ξεκινάει να συγκεντρώνει αναμνήσεις από την ζωή του. Η έρευνά του, όμως, συνοδευόμενη από μια συνεχή καταρρακτώδη βρετανική βροχή, τον οδηγεί μπροστά σε ερωτηματικά, τα οποία η νοσηρή του περιέργεια δεν μπορεί να αφήσει αναπάντητα. Ξεκινά να ψάχνει απαντήσεις καλά θαμμένες και καταλήγει να βρεθεί στην δίνη μιας πλεκτάνης, όπου ανακατεύονται σπουδαία προσώπατα και διεθνείς οργανισμοί. Όταν όμως ακουμπά την αλήθεια, κάποιοι αρχίζουν κι ενοχλούνται. Και δεν είναι καθόλου ειρηνικοί…

Η υπογραφή του κορυφαίου πολωνού σκηνοθέτη Πολάνσκι είναι αρκετή εγγύηση για να περιμένεις μια τουλάχιστον καλή ταινία. Η συγκεκριμένη ταινία, όμως, ξεπερνά τον απλό χαρακτηρισμό «καλή», οδηγώντας μας στην ιστορία ενός απλού και φιλήσυχου ανθρώπου, ο οποίος σιχαίνεται τις μεγάλες συγκινήσεις και θέλει την ήσυχη και απλή ζωή που έχει επιλέξει, παρακινείται όμως από την σπουδαία ευκαιρία που του δίνεται και συμφωνεί να γίνει η πένα των σκέψεων ενός διάσημου πολιτικού. Είναι χαρακτηριστική η απροθυμία του ήρωά μας να αναλάβει αυτό το εγχείρημα, φαίνεται σαν να προβλέπει τα δεινά που πρόκειται να περάσει, τελικά όμως πείθεται, σηκώνει τα μανίκια, μετακομίζει στην πολυτελή έπαυλη του πρώην πρωθυπουργού και ξεκινά το γράψιμο.
Η έπαυλη του πολιτικού βρίσκεται σε ένα θέρετρο απομακρυσμένο από το πολύβουο Λονδίνο, δίπλα στην ακροθαλασσιά, να την χτυπάει το κύμα. Φτιαγμένη σε σύγχρονο στυλ, γεμάτη μπαλκονόπορτες και τζάμια, αλλά με πυκνή, αλμυρή θαλασσινή συννεφιά, η έπαυλη αποτελεί καταθλιπτικό καταφύγιο για τον πολιτικό, ένα τεράστιο high tech κλουβί για έναν άνθρωπο που κρύβει πολλά και σημαντικά μυστικά.
Ο συγγραφέας προσπαθεί να προσαρμοστεί στο καινούριο του περιβάλλον και αντλεί έμπνευση αγναντεύοντας την σκούρα και συννεφιασμένη θάλασσα από το δωμάτιό του, προσπαθώντας να οργανώσει τις πληροφορίες που αντλεί από τις καθημερινές συζητήσεις που έχει με τον πρώην πρωθυπουργό. Ξεκινάει με συγκρατημένο ενθουσιασμό, όμως καταλήγει σχεδόν σε κατάθλιψη, όταν βλέπει ότι αυτά που γράφει και ο τρόπος που γράφει δεν αρέσουν στον πελάτη του.
Όταν ξαφνικά, στην προσπάθειά του να αναδείξει το ανθρώπινο πρόσωπο ενός πρωθυπουργού χτυπημένου από τα μίντια, βλέπει ότι υπάρχουν φίλοι στενοί, αλλά πανίσχυροι, βλέπει σχέσεις κι επικοινωνίες που δεν είναι σύννομες. Ξεκινάει με αγωνία μια προσωπική έρευνα για το παρελθόν του πρώην πρωθυπουργού, και καταλήγει σε χαμένα πρόσωπα, απομακρυσμένες επαύλεις, ερειπωμένα μοτέλ, σέξυ γυναίκες και πληρωμένους δολοφόνους. Καθώς προχωράει στην ξεδίπλωση του μυστηρίου, αρχίζει να φοβάται για την ζωή του – και όχι άδικα. Τελικά, λύνει το μυστήριο, ανακαλύπτει καλά κρυμμένα μυστικά, τα οποία προσπαθεί να αποκαλύψει στο ευρύ κοινό, και πλέον το μόνο που απομένει είναι να δούμε αν τελικά θα μπορέσει να το κάνει.

Το απροσδόκητο φινάλε κλείνει εξαιρετικά την ιστορία, υπενθυμίζοντάς μας ότι ο απλός άνθρωπος είναι τελικά ανίσχυρος μπροστά στις διαπλεκόμενες σχέσεις ισχυρών προσώπων. Φυσικά, περισσεύει να αναφέρω ότι η υπόθεση φωτογραφίζει καθαρά έναν υπαρκτό και πολύ πολύ συγκεκριμένο πολιτικό της Βρετανίας και τα γεγονότα που συνθέτουν το σενάριο είναι πολύ πολύ υπαρκτά και πραγματικά, ποτέ όμως δεν μπόρεσαν να αποδοθούν κατηγορίες σε συγκεκριμένο πολιτικό πρόσωπο.

Μυθοπλαστικά πλέον, ο Πολάνσκι δημιουργεί ένα σφιχτοδεμένο πολιτικό θρίλερ με ένα εξαιρετικό σενάριο. Πιο ώριμος από ποτέ, αφήνει την ιστορία να εξελιχθεί από μόνη της, να ανθίσει και τελικά να ωριμάσει σαν καλό κρασί. Και η συνταγή πετυχαίνει. Ο θεατής μένει απόλυτα ικανοποιημένος, βλέποντας ένα θρίλερ να ξεδιπλώνεται μπροστά του, έχοντας την εμπιστοσύνη ότι ο σκηνοθέτης δεν θα καταφύγει σε τεχνάσματα τύπου «ΜΠΟΥ!» για να τον κρατήσει σε αγωνία, παρά με χιτσκοκική χρήση του σασπένς θα τον υποβάλει και θα τον γεμίσει με ενδιαφέρον για την εξέλιξη. Βασικός πρωταγωνιστής της ταινίας είναι το φοβερό σενάριό της, το οποίο αναδεικνύει πλήρως ο σκηνοθέτης, χωρίς να επιθυμεί να γίνει εκείνος ο σταρ της ταινίας (ξαφνικά θυμήθηκα τον «Μαύρο Κύκνο» του Αρονόφκυ – τυχαίο…?). Έτσι απλά, χωρίς φανφάρες και στυλιζαρισμένες αηδίες, χτίζει μεθοδικά και με καταπληκτική δομή μια πλεκτάνη που αναπτύσσεται και κυκλώνει του ήρωες της ταινίας σαν ιστός αράχνης.

Βασικό πρωταγωνιστής, όμως, δεν είναι μόνο το σενάριο. Είναι και η βροχή. Η συνεχής συννεφιά και η βρόχα που τρώνε στην μάπα οι ήρωες συντελούν απόλυτα στο υποβλητικό κλίμα της ταινίας, θυμίζουν κάτι από τα παλιά κλασσικά θρίλερ και κάνουν στην ταινία πιο σκοτεινή. Η βαριά συννεφιά που τυλίγει την ταινία λειτουργεί όχι μόνο ως ένας έξτρα ήρωας που βοηθά στην εξέλιξη της υπόθεσης, αλλά και σαν ένα παραπέτασμα που κρύβει την αλήθεια από τα μάτια του πρωταγωνιστή. Βοηθά έτσι στην απόκοσμη απόκρυψη της αλήθειας, υποβάλλει τον θεατή και τον βυθίζει σε έναν κόσμο που προκαλεί δέος, σασπένς και τσιγκλά αρχετυπικούς φόβους του ανθρώπου.

Οι ερμηνείες είναι πολύ καλές συνολικά. Ο Γιούαν Μακ Κρέγκορ είναι γνωστό ότι είναι ένας σπουδαίος νέος ηθοποιός, ο οποίος με τις σωστές μανιέρες δίνει μια προσωπογραφία ενός απλού ανθρώπου, που βρίσκεται μπροστά σε μια τρομερή πλεκτάνη και προσπαθεί να αντιμετωπίσει τους εμπλεκόμενους στα ίσα.
Τις λίγες φορές που βλέπουμε τον Πηρς Μπρόσναν, καταλαβαίνουμε ότι υπάρχει και σε αυτόν υποκριτική φλέβα, η οποία θάφτηκε σε blockbuster ταινίες τύπου Τζέιμς Μποντ.
Τις καλές ερμηνείες συμπληρώνει η πολύ καλή Σαμάνθα του Sex & the city, Κιμ Κατράλ, ως η εξ απορρήτων γραμματέας του πρώην πρωθυπουργού, δυναμική, οργανωτική, bitch αλλά και σέξι.

Μια πολύ καλή ταινία, που δεν έλαβε την απαραίτητη προσοχή όταν παίχτηκε στους κινηματογράφους, σφιχτοδεμένη, με σασπένς, ατμόσφαιρα και καλές ερμηνείες, περιμένει να την γνωρίσετε. Δείτε την με μικρή παρέα, κρασί, finger food και οπωσδήποτε κουβερτούλα στα πόδια.

Πέμπτη 30 Ιουνίου 2011

MovieReactor: The rite (Η τελετή - 2011)

Η ΤΕΛΕΤΗ (The rite 2011)
Ή ΜΠΙΖΕΛΟΣΟΥΠΑ ΜΕ ΠΡΟΣΟΥΤΟ

Για να αντέξει κανείς μια κρύα και βροχερή, γεμάτη κεραυνούς νύχτα, αποκλεισμένος και εγκλωβισμένος κάπου στα βουνά της Πίνδου, αυτό που πρέπει να κάνει είναι να προσαρμόσει τη διάθεσή του στις συνθήκες πουεπικρατούν τριγύρω του. Και αυτό γίνεται όταν σε μια τέτοια τρομακτική νύχτα, κατακλυσμένη από τα άγρια αλλά αγνά στοιχεία της φύσης, αποφασίζεις να δεις μια ταινία τρόμου. Κι αυτό έκανα κι εγώ. Έστω κι αν η ταινία δεν ανταποκρίθηκε στις υψηλές απαιτήσεις της νύχτας αυτής. «Η τελετή», του Μάικλ Χάφστρομ:

Νεαρός σέξυ παπάς (Κόλιν Ο’ Ντόναχ) αποφοιτά από την καλογερική σχολή και ταλαντεύεται αν θέλει να κρατήσει την νεκροεπιχείρηση του μπαμπά ή να ασχοληθεί με την ιεροσύνη. Οι σούπερ ντούπερ ύμνοι που διαβάζει σε μια μελλοθάνατη τύπισσα αναγκάζουν τον μεγαλοκαθηγητή του να τον προωθήσουν σε θέση εξορκιστή. Ο σέξυ παπάς αμπαλάρει τα μπογαλάκια του και την κάνει για Βατικανό, στη σχολή εξορκιστών. Εκεί, ο μέγας μαγίστρος / καθηγητής εξορκισμών αντιλαμβάνεται τα σούπερ ντούπερ προσόντα του σέξυ παπά και του προτείνει να πάει σε γέροντα εξορκιστή (Άντονυ Χόπκινς) που γνωρίζει όλα τα κόλπα… Ο γερο-παράξενος εξορκιστής του μαθαίνει πέντε – δέκα κολπάκια, τον καλεί σε ζωντανή επίδειξη εξορκισμού και τον αφήνει να συμμετάσχει σε εξορκισμό πνεύματος από σώμα εγκύου ιταλίδας. Οι επιπλοκές που ακολουθούν τον εξορκισμό αυτό, όμως, προβληματίζουν τον νεαρό παπά, ο οποίος επηρεάζεται και από τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού. Ο τρόμος, όμως, κλιμακώνεται, όταν περίεργα πράματα αρχίζουν να συμβαίνουν στον νεαρό παπά, κυρίως σχετικά με την αλλόκοτη συμπεριφορά του γερο-εξορκιστή. Συμπεριφορά, η οποία αρχίζει να γίνεται από αλλόκοτη σε απόκοσμη…

Ο νεαρός σκηνοθέτης Μάικλ Χάφστρομ τρελαίνεται για τα θρίλερ. Το πρόβλημα είναι ότι σκηνοθετεί την μια πατάτα πάνω στην άλλη. Αυτή την φορά μας αιφνιδιάζει αρχικά με μια πολυδιαφημισμένη παραγωγή, υποστηριζόμενη από το βαρύτιμο όνομα ενός από τους κορυφαίους ηθοποιούς της περασμένης γενιάς, του Άντονυ Χόπκινς. Για να δούμε τελικά αν το εγχείρημα αυτό άξιζε τελικά τα λεφτά του ή όχι.

Η ταινία ξεκινάει στην Αμερική. Πιστός στην ευκολία που του παρέχει το δόγμα του αμερικάνικου ονείρου, ο σκηνοθέτης θέτει στο κέντρο της ιστορίας του έναν άνθρωπο, ο οποίος έχει ξεπεράσει κάθε οικονομικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει ο μέσος σύγχρονος φορολογούμενος, και καταναλώνει τον χρόνο του αναρωτώμενος τι θα κάνει στην ζωή του. Σαν να βλέπεις αμερικάνικες σειρές των 00’ς, ο νεαρός κάνει τζόγκιν, πηγαίνει γυμναστήριο, φτιάχνει το μαλλί, είναι τρομερά απασχολημένος και προβληματισμένος με τα φοβερά και τρομερά papers που τους βάζουν στη θεολογική σχολή, τρώει πάντα δείπνο μαζί με τον πατέρα του, και –φυσικά- έχει την δυνατότητα να αναρωτηθεί τι θέλει από το μέλλον του και κατά πόσον η δουλειά που θα κάνει του αρέσει. Το πρώτο μέρος της ταινίας είναι σαν διαφήμιση της κοκακόλα, μας λείπει μόνο ο κοκκινοσκουφίτσος Άη Βασίλης και το six-pack.

Κάπου εκεί συμβαίνει ένα ατύχημα. Φορτηγό χτυπά ποδηλάτισσα μπροστά στα μάτια του νεαρού παπά καθώς αυτός βολτάρει με τον καθηγητή του. Πάει πάνω από την ετοιμοθάνατη και την ψέλνει ψαλμούς συγχώρεσης που μόλις του κατέβηκαν από το τσερβέλο, κι εκεί ο καθηγητής του αντιλαμβάνεται ότι το παλικάρι έχει μέλλον. Το τυχαίο γεγονός του ατυχήματος καθορίζει την συνέχεια της ταινίας, ανατρέποντας την ειλημμένη απόφαση του νεαρού να παρατήσει την ιεροσύνη. Παλιομοδίτικη τεχνική να βάζεις ένα τυχαίο γεγονός να ανατρέψει μια απόφαση του πρωταγωνιστή, θυμίζει εποχές Ανεξάνδρου Δουμά και Καρόλου Μποντλαίρ, δεν είναι ενοχλητική όμως.

Ο νεαρός στέλνεται στην Ρώμη, για να σπουδάσει δαιμονολογία και εξορκισμό στο Βατικανό. Το high-tech σπουδαστήριο με διαδραστικούς πίνακες, λάπτοπ ανά σπουδαστή και οθόνες αφής έρχονται σε προφανή αντίθεση με την αναγεννησιακή εκκλησία του Αγίου Πέτρου που δεσπόζει στο Βατικανό, μια προσπάθεια του σκηνοθέτη να προκαλέσει το μάτι αλλά και το γέλιο του θεατή. Καθόλου κακό.

Ο παπάς προωθείται χάρη στις επιδόσεις και τις γνωριμίες του, και ο ιταλός καθηγητής του, του προτείνει να επισκεφτεί τον «Ουαλό», διάσημο γέρο εξορκιστή από την Ουαλία, για να μάθει τον εξορκισμό στην πράξη. Εκεί γίνεται η πρώτη γνωριμία του θεατή με τομεγάλο αστέρι της ταινίας, τον Άντονυ Χόπκινς, με εντυπωσιακά απλή πρώτη εμφάνιση. Ο σκηνοθέτης τοποθετεί τον γερο-παράξενο αυτόν εξορκιστή σε ένα παραμελημένο παλιό ξύλινο σπίτι, με μαγκούρα, ρυτίδες και το απαραίτητο μεσογειακό ψάθινο καπέλο. Τίποτα πάνω του δεν θυμίζει ιερέα, πόσο μάλλον πρωτο-εξορκιστή. Ο Ουαλός προσκαλεί τον νεαρό να συμμετάσχει στον εξορκισμό που έχει κανονισμένο για την ημέρα εκείνη, τον διαβάζει διεκπεραιωτικά δυο τρεις ψαλμούς, και εξορκίζουν δαιμόνιο από νεαρή έγκυο ιταλίδα. Η τελετή είναι πολύ διαδικαστική και καθόλου τρομαχτική, καμία σχέση με όλες εκείνες τις τρομαχτικές και υποβλητικές σκηνές εξορκισμού που έχουμε συνηθίσει, κάτι που μειώνει το κλίμα της ταινίας, αλλά προσδίδει σε αληθοφάνεια και εγκυρότητα.

Από εκεί και πέρα, όμως, ξεκινά το παράλογο. Ένα βραχιόλι, κάτι βατράχια κι ένα μαύρο άλογο με κόκκινα μάτια εισβάλουν στην ταινία, μετατρέποντάς την σε παραμυθάκι που λένε οι γονείς στα παιδιά για να φάνε όλο τους το φαγητό. Η έγκυος ιταλίδα ξαναδαιμονίζεται, το ηθικό καθήκον του βέρου αμερικάνου (βλ ιράκ, ιράν, λιβύη κλπ) υπαγορεύουν στον νεαρό παπά να την σώσει, ο μπαμπάς του νεαρού πεθαίνει, και παρόλ’ αυτά ο νεαρός μιλάει μαζί του στο τηλέφωνο, και κάπου στριμωγμένο σε όλα αυτά ένα ειδύλλιο ξεκινά με νεαρή συμφοιτήτρια.

Κι εκεί που πιστεύαμε ότι η ταινία θα εξελιχθεί σε γλυκανάλατη πατάτα, έρχεται η τελευταία σκηνή, η οποία αποζημιώνει μερικώς την υπομονή του θεατή να ανεχθεί ό,τι ακαταλαβίστικο έχει βιώσει το προηγούμενο μιαμισάωρο. Μια αρκετά δυνατή στιγμή εξορκισμού με μια πολύ καλή ερμηνεία από τα παλιά για τον Άντονυ Χόπκινς.

Ο σκηνοθέτης απογοητεύει για τον εξής λόγο: στην αρχή μας παραθέτει μια ιστορία γεμάτη στα κλισέ του αμερικάνικου ονείρου, στη συνέχεια μας μεταφέρει στο ιστορικό σκηνικό της Ρώμης, αραδιάζοντάς μας χίλια δυο σύμβολα της χριστιανικής θρησκείας και του αποκρυφισμού χωρίς νοηματική αλληλουχία, για να ολοκληρώσει την ιστορία του με μια δυναμική σκηνή τελετής εξορκισμού, στην οποία φαίνεται ότι στήριζε ολόκληρη την ταινία του. Η ανισότητες της ταινίας γίνονται εμφανείς σε σημείο που ο θεατής νιώθει ότι ο σκηνοθέτης νοιάστηκε μόνο για την τελευταία σκηνή, και όλη η προηγούμενη ιστορία ήταν απλά για να γεμίσει τη μιαμισάωρη διάρκεια που πρέπει να έχει μια ταινία.

Δεν γνωρίζω αν ήταν στις προθέσεις του σκηνοθέτη, πάντως η ταινία αναδεικνύει την διαφορά ιστορικού βάθους του πολιτισμού ενός ευρωπαϊκού κράτους σε σχέση με τον αμερικάνικο. Ειδικά η επιλογή της Ιταλίας και δη της Ρώμης ως τοποθεσία εξέλιξης του δευτέρου μισού της ταινίας, είναι πολύ εύστοχη και φωτίζει την υπεροχή και την ακτινοβολία μιας παράδοσης δύο χιλιάδων ετών σε αντίθεση με την αμερικάνικη παράδοση.

Η σκηνογραφία είναι το δυνατό σημείο της ταινίας. Με τοποθεσίες όπως η Ουγγαρία, η Ρώμη και οι καλές περιοχές μιας σύγχρονης αμερικάνικης πόλης, γίνεται εύκολο το έργο του σκηνογράφου, ο οποίος καλείται να αναδείξει τις ομορφιές από έτσι κι αλλιώς όμορφα μέρη. Το σπίτι του γερο-εξορκιστή είναι παραδοσιακό, ενισχύοντας στα μάτια του θεατή την παλαιότητα των ύμνων των εξορκισμών, δηλαδή τα βασικά εργαλεία που θα χρησιμοποιήσει στην ιστορία ο γερο-ξεκούτης εξορκιστής. Το δε high tech σπουδαστήριο στο υπόγειο του Αγίου Πέτρου είναι εντυπωσιακό.

Οι ερμηνείες της ταινίας είναι πολύ καλές. Ο νεαρός ιρλανδός ηθοποιός Κόλιν Ο’ Ντόναχ είναι όσο κρύος, μαλθακός και τρωτός πρέπει, όπως αρμόζει σε έναν μαθητευόμενο που καλείται να κάνει πράγματα πέρα από τις δυνατότητές του. Δεν υπήρχε καμία αμφιβολία ότι ο βετεράνος Άντονυ Χόπκινς θα ήταν καλός. Ειδικά στην τελευταία σκηνή, όμως, βλέπουμε ψήγματα Χάνιμπαλ Λέκτερ, απογειώνοντας την σκηνή σε επίπεδα ιδιαίτερης δυναμικότητας.

Μια ταινία που ξεχνιέται μεν γρήγορα, βλέπεται δε ευχάριστα, αξίζει ίσως να αφιερώσει κανείς δυο ώρες, για να παρασυρθεί σε ένα σχετικά απόκοσμο κλίμα, χωρίς τρόμο αλλά με κάποια στοιχεία σασπένς, απορρίπτοντας τα χαζά και ανούσια σύμβολα που πετάει ο σκηνοθέτης, προσπαθώντας εις μάτην να ανεβάσει σε επίπεδο την ιστορία του. Δείτε την νύχτα με μεγάλη παρέα, κουβάδες ποπκόρν και κρύες φτηνές μπύρες.

MovieReactor: El espinazo del diablo (2001)

EL ESPINAZO DEL DIABLO (2001)
Ή ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ ΤΩΝ ΔΟΛΟΦΟΝΗΜΕΝΩΝ ΠΡΩΗΝ

Το καλοκαίρι είναι σίγουρα η εποχή που οι τάσεις ραθυμίας αυξάνονται, ειδικά αν είσαι απομονωμένος κάπου στα καταπράσινα πλέον βουνά της Πίνδου. Κι εκεί που διώχνεις την ενοχλητική και ζαβλακωμένη μύγα από το χέρι σου που σε γαργαλάει, κάπου εκεί έχεις την ανάγκη να σκοτώσεις δυο ωρίτσες βλέποντας μια ταινία που θα σε ταξιδέψει μακριά από τις βουνίσιες εικόνες της φύσης που είσαι υποχρεωμένος να βλέπεις καθημερινά. Η σημερινή ταινία, λοιπόν, θα έπρεπε να μην εξελίσσεται σε βουνό…

Κάπου στην έρημο, λοιπόν, της λαβωμένης από τον εμφύλιο πόλεμο Ισπανίας, γύρω στο 1950, βρίσκεται ένα κτήριο όπου στεγάζονται παιδιά που έχουν χάσει τους γονείς τους από τις εμφύλιες εχθροπραξίες. Το ίδρυμα αυτό είναι πλήρως οργανωμένο: με κοιτώνες, προσωπικό, δασκάλα, εργάτες, εργαστήριο και, φυσικά, ένα φάντασμα. Ο μικρούλης πρωταγωνιστής μπαίνει στο ίδρυμα μετά τον θάνατο του πατέρα του και αρχίζει σιγά σιγά να μαθαίνει τα μυστικά του χώρου και της ιστορίας του: πριν από χρόνια ένα παιδάκι δολοφονήθηκε και τώρα ζητά εκδίκηση από τον τάφο. Παράλληλα, νεαρός εργάτης του ιδρύματος προσπαθεί να ανακαλύψει πού βρίσκονται κρυμμένοι ράβδοι χρυσού στο οίκημα, χρησιμοποιώντας σαν κάλυψη την εργασία που παρέχει, τον υποτιθέμενο έρωτά του για μια νεαρή οικονόμο και τις σεξουαλικές υπηρεσίες που παρέχει σε ηλικιωμένη δασκάλα. Οι ιστορίες του νεαρού εργάτη και του φαντάσματος κάπου ενώνονται, και τότε αρχίζει το ξεκαθάρισμα.

Ο Γκιγιέρμο ντελ Τόρο, γνωστός στην Ελλάδα ως δημιουργός του «Λαβύρινθου του Πάνα», κάνει ντεμπούτο στα μεγάλα σαλόνια της σκηνοθεσίας, υπογράφοντας ένα θρίλερ που ανταποκρίνεται πλήρως στην ισπανική παράδοση του είδους: κρυμμένα μυστικά, παραφυσική δραστηριότητα, παιδιά ως πνεύματα, παραδοπιστία και πλήρεις, ραφιναρισμένοι χαρακτήρες. Αρκεί ο καθένας από μας να αποφανθεί αν τελικά πέτυχε το εγχείρημά του.

Η ταινία, που στα ελληνικά μεταφράζεται ως «η ραχοκοκαλιά του διαβόλου» ξεκινάει με την είσοδο του μικρού πρωταγωνιστή στο ίδρυμα. Η υποδοχή που του επιφυλάσσουν τα υπόλοιπα παιδιά δεν είναι και τόσο θερμή στην αρχή. Το πρώτο βράδυ τον βάζουν να πάει να πάρει νερό από την κουζίνα, που βρίσκεται έξω από το κτήριο των κοιτώνων. Εκεί το παιδί έχει την πρώτη του επαφή με «εκείνον που αναστενάζει», δηλαδή με το πνεύμα του νεκρού παιδιού. Η φάτσα του πνεύματος είναι αποκρουστική: τα μάτια του είναι απόκοσμα, το δέρμα του έχει το χρώμα του εκρού του νεκρού, και έχει μια πληγή στο μέτωπο απ’ όπου βγαίνει αίμα. Το αίμα βγαίνει παράξενα από την πληγή, σαν να είναι βυθισμένο το κεφάλι του μικρού σε νερό, και το αίμα που βγαίνει από την πληγή σα να διαλύεται στο νερό. Καταλαβαίνουμε, λοιπόν, από την αρχή του έργου, ότι ο δολοφονημένος μικρός πνίγηκε.

Στη συνέχεια, η ταινία εστιάζει στον παραδόπιστο εργάτη, ο οποίος πουλάει έρωτα σε μια οικονόμο και παρέχει οργασμούς στην μεσήλικα δασκάλα. Με το μυαλό στον χαμένο χρυσό του ιδρύματος, καλοβλέπει το χρηματοκιβώτιο που βρίσκεται σε κρυφή εσοχή στον τοίχο της κουζίνας. Ο σκηνοθέτης από την αρχή χρωματίζει τον χαρακτήρα αυτόν με χρώματα αντιπάθειας, ουδέποτε καταφέρνει ο τύπος αυτός να γίνει οικείος στον θεατή.

Ο μικρός πρωταγωνιστής προσπαθεί να δεθεί με τα υπόλοιπα παιδάκια του ιδρύματος, και σώζει τον αρχηγό των παιδιών από πνιγμό στο σκάμμα, στο υπόγειο της κουζίνας. Γίνεται τσακωτός, όμως, από τον εργάτη, και γλυτώνει από τα χέρια του με μια χαρακιά στο πρόσωπο. Το περιστατικό αυτό κάνει τον μικρούλη να δεθεί με τα υπόλοιπα παιδάκια, και όλα μαζί γίνονται μια αδιάσπαστη ομάδα και μοιράζονται τους φόβους τους για το φάντασμα που υπάρχει μέσα στο ίδρυμα.

Ο εργάτης δεν το βάζει κάτω και, στην προσπάθειά του να ανατινάξει το χρηματοκιβώτιο, τραυματίζει θανάσιμα την μεσήλικα δασκάλα, σκοτώνει πολλά παιδιά και τραυματίζει σοβαρά τον διευθυντή του ιδρύματος. Στα ερείπια, πια, του ιδρύματος, εξελίσσεται το τελευταίο μέρος της ιστορίας, όπου ο νεαρός ψάχνει για τον θησαυρό, τα παιδιά ενώνονται και εξοπλίζονται για να τον αντιμετωπίσουν και το φάντασμα ζητά την εκδίκησή του.

Σε ένα αρκετά καλό, αν και πολυφορεμένο σενάριο, θα περίμενε κάποιος περισσότερο σασπένς, περισσότερες ευκαιρίες για τρόμο και πιο δυνατή σκηνοθεσία. Αντ’ αυτού, ο σκηνοθέτης προτιμά να γυρίσει την ταινία από τα στοιχεία θρίλερ που περιείχε στην αρχή σε ένα παραφυσικό δράμα, όπου η αποκάλυψη στο τέλος είχε γίνει αντιληπτή μισή ώρα πριν το φινάλε.

Η αποδυνάμωση του τέλους πρέπει να οφείλεται σε λανθασμένες επιλογές στην δομή του έργου. Η κοιλιά που κάνει το έργο μετά την έκρηξη στην κουζίνα, δεν μπορεί να συμμαζευτεί, αφού πλέον δεν υπάρχουν γεγονότα να στηρίξουν τις σκηνές που ακολουθούν. Η οργάνωση και η προσπάθεια να εξοπλιστούν τα παιδιά είναι πολύ βαρετή, επιφανειακή και σε κάνει να νοσταλγείς ταινίες τύπου «Ο πόλεμος των κουμπιών». Ο θάνατος του διευθυντή του ιδρύματος περνάει στο ντούκου, χωρίς να σε κάνει να εκτιμήσεις όσο θα έπρεπε τα τελευταία δευτερόλεπτα της ταινίας.

Αυτό που βοηθάει, όμως, στη δημιουργία ενός κάποιου θριλεράτου κλίματος, τουλάχιστον στην αρχή του έργου, είναι η μουσική. Με τα βαθιά έγχορδα να παίζουν ακανόνιστα αργούς ρυθμούς, ο θεατής περιμένει με πραγματική αγωνία την άφιξη του φαντάσματος.

Γενικώς, όμως, η ταινία υποπίπτει στο μεγαλύτερο λάθος για θρίλερ: το κλίμα. Πολύ μεγάλα μέρη της ταινίας εξελίσσονται την ημέρα, με αποτέλεσμα να χάνεται η συνοχή των υποβλητικών σκηνών, οι οποίες φυσικά εξελίσσονται νύχτα. Η φωτογραφία, επίσης, είναι μέτρια, όπως στα περισσότερα ισπανικά θρίλερ. Οι Ίβηρες δεν επιλέγουν φακούς σκοτεινούς και υποβλητικούς, προτιμούν φωτεινά και ρεαλιστικά χρώματα, κάτι που στερεί στοιχεία από τη δημιουργία θριλεράτου κλίματος.

Η μεγαλύτερη αστοχία για μένα, όμως, γίνεται με την βόμβα. Στο κέντρο της αυλής του ιδρύματος βρίσκεται καρφωμένη στο χώμα μια βόμβα, υπόλειμμα από τους βομβαρδισμούς του δεύτερου παγκοσμίου πολέμου. Ένας εμπνευσμένος σκηνοθέτης θα είχε αξιοποιήσει το ωραίο αυτό σεναριακό εύρημα ως σύμβολο αντιπολεμικό και εφαλτήριο καταγγελίας για τον εμφύλιο πόλεμο που μάστιζε για χρόνια την χώρα. Αντ’ αυτού, ο σκηνοθέτης απλά την αξιοποιεί σαν ένα ιδιαίτερο ντεκόρ και τίποτα παραπάνω.

Οι ερμηνείες είναι καλές, τίποτα ενοχλητικό, τίποτα σημαντικό. Η αξιοποίηση δύο κορυφαίων ισπανών ηθοποιών, όπως της Μαρίσα Παρέδες ως μεσήλικα δασκάλα και του Φρεντερίκο Λούπι ως διευθυντή του ιδρύματος ήταν εντελώς άστοχες, αφού η μικρή έκταση των ρόλων τους δεν τους έδωσε την δυνατότητα να ξεδιπλώσουν το ταλέντο τους.

Γενικώς, μου μένουν καλές εντυπώσεις από ένα θρίλερ καθόλου πρωτότυπο, πάντως ευχάριστο να το βλέπει κανείς. Καμία σχέση με κορυφαία ισπανόγλωσσα θρίλερ όπως το «Ορφανοτροφείο» ή ο «Λαβύρινθος του Πάνα», αλλά σε κάθε περίπτωση αξίζει να το δει κάποιος για να περάσει όμορφα, χωρίς τρόμο, αλλά με συμπαθητικό κλίμα, καλές ερμηνείες και προβλέψιμες ανατροπές. Δείτε την με τρεις τέσσερεις φίλους, παγωτό και κρύο κόκκινο κρασί.

Πέμπτη 26 Μαΐου 2011

MovieReactor: Poltergeist (1982)

POLTERGEIST (1982)
Ή ΤΡΟΜΟΣ ΤΗΝ ΕΠΟΧΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΥ

Χαμένος κάπου στις απόκρημνες βουνοκορφές της Πίνδου, αποφάσισα μια βροχερή μέρα να σκοτώσω τον ελεύθερο (ή όχι) χρόνο μου βλέποντας ένα κλασσικό αμερικάνικο θρίλερ. Σκέφτηκα, φυσικά το Poltergeist ή αλλιώς «Το πνεύμα του κακού», ταινία του 1982, όταν ο βρεφικός κινηματογραφικά Σπήλμπεργκ υπέγραφε την παραγωγή μιας ταινίας που έχει σαφώς χάσει το τρομακτικό της άρωμα με το πέρασμα των χρόνων, παραμένει όμως στιβαρή παρακαταθήκη εφευρετικότητας για ακόμη μια γενιά σκηνοθετών τρόμου:

Γλυκανάλατη μεσοαστική αμερικάνικη οικογένεια ζει σε όμορφο σπίτι σε γλυκανάλατη γειτονιά μιας γλυκανάλατης επαρχιακής πόλης κάπου στην γλυκανάλατη αμερική. Τόση Μπάρμπυ όμως δεν αντέχεται, οπότε το πάλλευκο, κατάξανθο και ζουμπουρλούδικο εξάχρονο κοριτσάκι της οικογένειας, δέχεται την επίσκεψη πνευμάτων από απόκοσμη διάσταση μέσω της τηλεόρασης (καταγγελία του σκηνοθέτη για τα μίντια; - δεν νομίζω…), τα οποία πνεύματα κατσικώνονται μέσα στο σπίτι και δεν λένε να φύγουν. Όσο διασκεδαστικό είναι στην αρχή για την οικογένεια να βλέπει τις καρέκλες τις κουζίνας να κάνουν αεροπλανικά από μόνες τους, τόσο τρομακτική γίνεται η κατάσταση όταν τα πνεύματα απαγάγουν το πάλλευκο, κατάξανθο και ζουμπουρλούδικο κοριτσάκι. Η αγωνιούσα μήτηρ καλεί επειγόντως μέντιουμ και ψυχοερευνητές για να καταλάβει τι συμβαίνει στο σπίτι και να βρει την κόρη της, όταν τελικά ο πατέρας μαθαίνει από τον πολεοδόμο της πόλης ότι η γειτονιά αυτή έχει ανεγερθεί πάνω σε παλιό νεκροταφείο (μπρρρρ…..). Στο σπίτι, όμως, τα πνεύματα αρχίζουν να μουγκρίζουν επικίνδυνα, γίνονται όλο και πιο απειλητικά και τελικά αρχίζουν κι εμφανίζονται στα μέλη της οικογένειας, σπέρνοντας τον πανικό…

Ομολογώ ότι τον σκηνοθέτη της ταινίας, Τόμπυ Χούπερ, δεν τον ήξερα. Ρίχνοντας, όμως, βλέφαρο στην φιλμογραφία του, είδα ότι είναι γνώστης του τρόμου, αφού στις ταινίες του συμπεριλαμβάνονται τίτλοι όπως το κλασικό «Texas chainsaw massacre», η σειρά ταινιών «Poltergeist», το «Τούνελ του τρόμου» και η τηλεταινία «Salem’s lot» από το βιβλίο του Στήβεν Κινγκ. Δεν απορώ, λοιπόν, που η σημερινή ταινία είχε όλα τα στοιχεία εκείνα που θα έκαναν έναν νεαρό θεατή του 1982 να τα κάνει πάνω του.
Στο επίκεντρο της ταινίας του θέτει μια μεσοαστική οικογένεια. Δυο γονείς που υπεραγαπούν τα παιδιά του, βασικά ζουν γι’ αυτά, και τρία παιδιά, σύμφωνα με τις επιταγές της πουριτανικής αμερικάνικης κοινωνίας των ’80, μια μεγάλη κόρη και δυο μικρά αδέρφια, αγόρι και κορίτσι. Οι πρωταγωνιστικοί ήρωες είναι ποτισμένοι με κάθε τι αντιπροσωπευτικό της συντηρητικής αμερικάνικης κοινωνίας: η μεγάλη κοπέλα πηγαίνει σχολείο και θέλει να είναι popular, η μητέρα φροντίζει τα μικρά παιδιά, ο μπαμπάς προσφέρει τα προς το ζην, το σπίτι είναι τεράστιο, αν και από ξύλο κόντρα-πλακέ, κηπουρική, χοροί σχολείου, βραδινό όλη η οικογένεια μαζί, κι άλλες τέτοιες κομφορμιστικές αρλούμπες που σε κάνουν να χάνεις τον έλεγχο του οισοφάγου σου… Βέβαια, μπορώ να δικαιολογήσω τον σκηνοθέτη που επιλέγει να συνταχθεί με το ρεύμα της πουριτανικής αυτής κοινωνίας, καθώς – πολύ απλά – δεν τον νοιάζει να κάνει οποιαδήποτε κοινωνική καταγγελία. Απλώς θέλει να τρομάξει κοσμάκη με την ταινία του. Απλά τα πράματα – τελεία και παύλα.
Τα πνεύματα αρχίζουν κι επικοινωνούν με το κοριτσάκι, το μικρότερο μέλος της οικογένειας. Προφανώς λόγω αγνότητας και έλλειψης σύνθετης σκέψης, που πηγάζουν από το νεαρότατο της ηλικίας, η μικρή κοπελίτσα μπορεί και αντιλαμβάνεται τις εξωκοσμικές φράσεις που της τσαμπουνάνε τα πνεύματα από τον άλλο κόσμο. Πάντως, είναι γνωστό το τέχνασμα αυτό σε θρίλερ, ότι δηλαδή τα μικρά παιδάκια καταλαβαίνουν την ύπαρξη πνευμάτων ή γενικώς την παραφυσική δραστηριότητα. Το τέχνασμα αυτό εμφανίζεται για πρώτη φορά τόσο έντονα στο Poltergeist, και αυτή είναι η πρώτη πρωτοπορία της ταινίας.
Η παραφυσική δραστηριότητα μέσα στο σπίτι πλέον δεν μπορεί να αγνοηθεί από τους γονείς της οικογένειας, οι οποίοι αρχικά απολαμβάνουν αυτό το παράξενο γεγονός, γελώντας με τα αεροπλανικά που κάνουν οι καρέκλες στην κουζίνα. Κάπου εδώ αρχίζει να αναρωτιέται ο θεατής: «βρε, λες τελικά τα πνεύματα αυτά να είναι καλά?». Ναι, καλά…
Σε μια αναταραχή, το κοριτσάκι απαγάγεται από τα πνεύματα, κι από κει και πέρα ξεκινά το δράμα της οικογένειας, και μαζί ένα παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι. Η οικογένεια, με την βοήθεια ομάδας ψυχοερευνητών αλλά και ενός πανίσχυρου μέντιουμ, αρχίζει να μελετά την συμπεριφορά των πνευμάτων, να καταγράφει τα παράξενα που συμβαίνουν στο σπίτι και να προσπαθεί να κατανοήσει τι θέλουν τα πνεύματα από αυτούς και πώς θα πάρουν πίσω την κόρη τους. Αρχίζουν λοιπόν να προκαλούν τα πνεύματα. Προσπαθούν να τα κάνουν να εμφανιστούν μπροστά τους, για να αρχίσουν να κατανοούν την κατάσταση αλλά και τι θα κάνουν, με κίνδυνο να σκοτωθούν.
Μετά από πολλές επαφές, το μέντιουμ καταφέρνει να ανοίξει μια πύλη στην άλλη διάσταση και η μάνα μπαίνει μέσα και παίρνει το κοριτσάκι. Η σκηνή όπου γίνεται όλο αυτό είναι γελοία, καθώς το μέντιουμ χρησιμοποιεί κάτι μπαλάκια του γκολφ για να ανοίξει την πύλη της άλλης διάστασης. Μπορώ να καταλάβω το αδιέξοδο του σκηνοθέτη να βρει έναν τρόπο να δείξει πώς μπορεί να ανοίξει αυτή η ριμάδα η πύλη, όμως ο τρόπος που επιλέγει να το δείξει προκαλεί τουλάχιστον γέλια.
Το μυστήριο τελειώνει, όταν ο μπαμπάς μαθαίνει την αλήθεια για την γειτονιά όπου βρίσκεται το σπίτι του: παλιά υπήρχε νεκροταφείο, το οποίο μεταφέρθηκε, όχι όμως και τα πτώματα που βρίσκονταν θαμμένα στη γη. Να ένα ακόμα τέχνασμα που συναντάμε τόσο έντονο στην ταινία: ο μύθος της ασέβειας στους νεκρούς, και το χτίσιμο σπιτιού πάνω σε παλιό νεκροταφείο.
Η δε τελευταία σεκάνς, όπου στο ξενοδοχείο πια ο μπαμπάς βγάζει έξω από το δωμάτιο την τηλεόραση, είναι όλα τα λεφτά!

Πραγματικά, στην ταινία αυτή δεν βρίσκω να υπάρχει κάποιο σχόλιο που μπορεί να κάνει κάποιος αναλυτής σχετικά με κοινωνικό-φιλοσοφικές προεκτάσεις: είναι μια ταινία που δημιουργήθηκε για να τρομάξει τον θεατή του 1982. Ο σύγχρονος θεατής πρέπει να ξέρει ότι δεν θα τρομάξει, απλώς θα κάτσει στην άκρη της καρέκλας του σε κάποιες σκηνές, σε κάποιες θα αηδιάσει και σε κάποιες άλλες θα ξαφνιαστεί.

Αξέχαστες δύο σκηνές: η πρώτη με το ανσάμπλ των καρεκλών πάνω στο τραπέζι της κουζίνας σε σχήμα ανάποδου τριγώνου καθώς και η σκηνή του διαδρόμου, σκηνή ανθολογίας, όπου βλέπουμε έναν σκοτεινό διάδρομο, την πλάτη της μάνας και στο βάθος μια πόρτα με λάμψη να φαίνεται από κάτω. Κι όπως βλέπουμε τον διάδρομο, αυτός φαίνεται σαν να μακραίνει από μόνος του, σαν να απομακρύνεται η πόρτα που βρίσκεται στο βάθος του. Κλασσικό τεχνικό εφέ, πασίγνωστο από την χρήση του και σε άλλες ταινίες.

Η χρήση της μουσικής είναι απλά εξαιρετική. Στην αρχή της ταινίας, όπου όλα δείχνουν φυσιολογικά και καθημερινά για την οικογένεια, δεν υπάρχει μουσική, ακούγεται μια παγερή σιωπή ως υπόβαθρο, σαν να σου κλείνει το μάτι ο σκηνοθέτης και να σου λέει: «Τα βλέπεις όλα φυσιολογικά, αλλά για πόσο ακόμα?»…. Και μετά, όσο προχωράει η ταινία, χρησιμοποιείται ελάχιστα, αλλά σε κρίσιμα σημεία, εντείνοντας στην αγωνία, χωρίς όμως να σε τρομάζει ή να ξαφνιάζει.

Οι ερμηνείες είναι μέτριες, αλλά καθόλου ενοχλητικές. Κανένας ηθοποιός δεν αξίζει τίποτα παραπάνω από ένα απλό «πολύ καλά». Υπάρχει όμως μια αξιοπρόσεχτη ερμηνεία που έρχεται προς το τέλος της ταινίας και ξεχωρίζει: η λιλιπούτεια Ζέλντα Ρουμπινστάιν ως μπασμένο πλην παλίσχυρο μέντιουμ, που τελικά δίνει την λύση για το στοίχειωμα, είναι εξαιρετική, κυρίως χάρη στις απόκοσμες φωνητικές της χορδές και στο ημίτυφλο βλέμμα της.

Ταινία του 1982 για θεατές του 1982, το Poltergeist πλέον δεν τρομάζει, αποτελεί όμως ένα μουσείο από τεχνικές και ευρήματα που χρησιμοποιήθηκαν σε πολλές μεταγενέστερες ταινίες τρόμου (είδα κάπου και δάνεια που έχει κάνει το Supernatural), επομένως αξίζει να την δει κανείς, γνωρίζοντας ότι πρόκειται να δει ένα παλαιολιθικό θρίλερ, να βιώσει τρόμο από την εποχή του σιδήρου. Δείτε την με μεγάλη παρέα, κρασί και ποπκόρν.

Τετάρτη 12 Ιανουαρίου 2011

MovieReactor: The black swan (2010)

THE BLACK SWAN (2010)
Ή Η ΛΟΡΑ ΜΠΑΛΑΡΙΝΑ

Ένα γλυκό χειμωνιάτικο βράδυ, με ένα ποτήρι κρασί στο κομοδίνο μου και ένα άδειο τασάκι, αποφάσισα να δω μια ταινία, η οποία έπρεπε οπωσδήποτε να είναι σπουδαία, σαν μια αποτοξίνωση από τις αηδίες που έχουν πλημμυρίσει το μυαλό μου τις τελευταίες μέρες. Είπα λοιπόν να επιλέξω από την δεξαμενή των φαβορί για τα φετινά Όσκαρ, και μάλιστα ένα δημιούργημα ενός εξαιρετικού σκηνοθέτη που με έχει απογοητεύσει ελάχιστες φορές. Δίκαιη επιλογή το “The black swan” του Ντάρεν Αρονόφσκυ.

Νεαρή φέρελπις χορεύτρια του κλασσικού μπαλέτου (Νάταλυ Πόρτμαν), άβγαλτη στη ζωή και με ελάχιστες εμπειρίες, εργάζεται πολύ σκληρά για να τελειοποιήσει την τεχνική της στον χορό. Η μητέρα της (Μπάρμπαρα Χέρσεϋ) την υποστηρίζει, παρέχοντάς της τα πάντα ώστε εκείνη να μπορεί να ασχοληθεί ανενόχλητη με τον χορό. Το ανέβασμα του έργου «Η Λίμνη των Κύκνων» θα έρθει σαν μια ευκαιρία για εκείνη να αποδείξει τι αξίζει στη σκηνή, αφού ο χορογράφος του έργου (Βενσάν Κασέλ) την επιλέγει να παίξει τον διπλό ρόλο του Λευκού και του Μαύρου Κύκνου. Η προσέγγιση του Λευκού Κύκνου είναι εύκολη, όμως ο ρόλος του Μαύρου Κύκνου είναι εμποτισμένος με τα στοιχεία εκείνα που έρχονται σε ανοιχτή κόντρα με την ιδιοσυγκρασία της κοπέλας. Ξεκινά, λοιπόν, μια προσπάθεια καταβύθισης στο εγώ της, προσπαθώντας να εντοπίσει όποια σκοτεινά στοιχεία διαθέτει. Η καταβύθιση όμως αυτή την οδηγεί στην παράνοια και τελικά στην απελευθέρωσή της προς τον πραγματικό κόσμο.

Ο Ντάρεν Αρονόφσκυ, όπως συχνά λέω για τέτοιους σκηνοθέτες, ξέρει πώς να κάνει σινεμά. Κι αυτό το δείχνει και στην τελευταία του δημιουργία. Επιλέγει και πάλι να δείξει την ταλαιπώρια ενός ανθρώπου, ο οποίος κατατρύχεται από τις υποχρεώσεις του και από ένα προσωπικό στοίχημα, ήτοι την υπέρβαση των δυνατοτήτων του. Η προβληματική αυτή ακολουθεί τα έργα του γενικώς και περικλείει δημιουργικά το σύνολο του έργου του (Πι, Ο παλαιστής, Ρέκβιεμ για ένα όνειρο). Το τελευταία του έργο έχει στο κέντρο του μια μπαλαρίνα που καλείται να ερμηνεύσει έναν διπλό ρόλο, την προσωποποίηση του καλού και του κακού ταυτόχρονα στην ίδια παράσταση.

Για να γίνει πιο σαφής ο διττός ρόλος που προσφέρεται στην νεαρή χορεύτρια να ερμηνεύσει, ας εξηγήσω την ιστορία της Λίμνης των Κύκνων. Πρίγκιπας ερωτεύεται πανέμορφη κοπέλα, η οποία έχει την κατάρα κάθε μέρα να μεταμορφώνεται σε λευκό κύκνο και κάθε νύχτα να γίνεται άνθρωπος. Την κατάρα αυτή την έχουν και οι αδερφές της, κύκνοι στην λίμνη ενός κακού μάγου. Όταν μετά από καιρό ο πρίγκιπας ερωτάται ποια θέλει να παντρευτεί, εμφανίζεται μαύρος κύκνος που μεταμορφώνεται σε κοπέλα που μοιάζει πάρα πολύ με τον λευκό κύκνο που είχε ερωτευτεί ο πρίγκιπας. Αμέσως και χωρίς να καταλάβει ότι η μαγεμένη κοπέλα δεν είναι η ίδια με εκείνη που είχε γνωρίσει τότε στην λίμνη, λέει ότι θέλει να παντρευτεί αυτήν. Όταν ο λευκός κύκνος μαθαίνει ότι ο έρωτάς της παντρεύεται την μαύρο κύκνο, αυτοκτονεί τραγουδώντας το ομορφότερο τραγούδι της.

Απλό παραμυθάκι βγαλμένο από την κεντρο-ευρωπαϊκή μυθολογική παράδοση, με πολύ εύκολους συμβολισμούς. Ο λευκός κύκνος συμβολίζει την αγνότητα, την αφέλεια, την ευθύτητα και την εύθραυστη φυσιογνωμία, ενώ ο μαύρος κύκνος το ψεύδος, την απάτη, την υστεροβουλία, την κακία και την αποπλάνηση. Η νεαρή χορεύτρια του έργου καλείται σε μία παράσταση να ενσαρκώσει και τους δυο ρόλους, όπως συνήθως γίνεται όταν ανεβαίνει το μπαλέτο αυτό σε θεατρική σκηνή. Κι εκεί αρχίζουν τα προβλήματα για την νεαρή.

Η μητέρα της χορεύτριας έχει δημιουργήσει ένα αποστειρωμένο, υπερπροστατευτικό περιβάλλον γύρω από την κόρη της, αποτρέποντάς την από οποιαδήποτε γήινη απόλαυση. Θεωρεί ότι η κόρη της έχει ταλέντο, το οποίο θα αναδείξει μόνο με στερήσεις, σωστή διατροφή και πολύωρη επίπονη άσκηση. Φαίνεται σαν η νεαρή να ζει σε μια γυάλα, προσπαθώντας να ελαχιστοποιήσει τις δυνατότητες επαφής με τον έξω κόσμο. Το σπίτι της τρέπεται σε ένα γυάλινο καταφύγιο για εκείνη, ακριβώς όπως το σπίτι της Λόρα στον «Γυάλινο Κόσμο» του Τενεσύ Ουίλιαμς (τρομερό θεατρικό – όποιος δεν το έχει διαβάσει, ας το διαβάσει!). Η υπερπροστασία της μητέρας, όμως, δεν οδηγεί στην προστασία του παιδιού. Οδηγεί με νομοτελειακή ακρίβεια στην τάση του παιδιού να επαναστατήσει. Κι αυτό κάνει και η νεαρή χορεύτρια, με έναν πολύ ιδιάζοντα τρόπο όμως…

Ο χορογράφος Βενσάν Κασέλ, κατά τη διάρκεια των προβών, καταλαβαίνει ότι αυτό το κορίτσι είναι τόσο εύθραυστο, αγνό κι αφελές όσο και ο λευκός κύκνος. Όμως, δεν μπορεί να βγάλει το πάθος, την ίντριγκα και την λαγνεία που απαιτείται για τον ρόλο του μαύρου κύκνου. Την προτρέπει να απελευθερωθεί από τους ενδοιασμούς, τα ταμπού και τα στεγανά της. Η προτροπή αυτή είναι μια παραπάνω σπρωξιά για την χορεύτρια. Το θέμα, όμως, είναι ότι την σπρώχνει προς το λάθος σημείο.

Η μικρή αρχίζει και τα χάνει. Συνειδητοποιεί ότι για να βγάλει εις πέρας τον ρόλο της, πρέπει να απελευθερωθεί από όλη την μέχρι τώρα ζωή της. Βλέπει ότι χορεύτρια –δηλ καλλιτέχνης- δεν γίνεσαι μόνο με την τεχνική, αλλά χρειάζεται και πάθος. Το πάθος, όμως, το έχει απορρίψει από την ζωή της, το έχει θυσιάσει για να έχει χρόνο να δουλέψει την τεχνική. Το αδιέξοδο αυτό στο οποίο βρίσκεται, δεν γνωρίζει πώς να το διαχειριστεί. Αρχίζει λοιπόν και έχει παραισθήσεις, που οφείλονται στην ένταση του άγχους που την διαπερνά, αλλά και στην απορία μήπως η μέχρι τώρα ζωή της ήταν μάταιη.

Το σπάσιμο του αυγού έρχεται όταν μπαίνει σε κλαμπάκι, παίρνει xtasy, σκυλοπηδιέται με όποιον βρει μπροστά της και καταλήγει στο σπίτι της, επιδιδόμενη σε υπερηδονικές στιγμές αυνανισμού. Η συμπεριφορά της από τότε αλλάζει. Από τη στιγμή εκείνη είναι μόνη της ενάντια στον κόσμο. Αρχίζει και διεκδικεί τα κεκτημένα της, βάζει στην θέση τους όσους την πείραζαν και γελούσαν μαζί της και βρίσκει τον χαρακτήρα να δώσει μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία.

Την ημέρα της παράστασης οι παραισθήσεις εξακολουθούν να την κυνηγούν. Βλέπει παντού ανταγωνίστριες, αντιμετωπίζει την μοναξιά της κορυφής, συνειδητοποιεί ότι προσεγγίζει το ρόλο του μαύρου κύκνου περισσότερο από ότι θα ήθελε, και εν τέλει ολοκληρώνεται δίνοντας μια συγκλονιστική ερμηνεία με μοιραίο κόστος. Το τέλος δείχνει την τελική μέθεξη, την τελική ένωση του καλλιτέχνη με τον ρόλο που υποδύεται, και την μοιραία ακολουθία των δυο ιστοριών, αυτή του λευκού κύκνου και αυτή της νεαρής χορεύτριας (μόλις το δείτε, θα καταλάβετε τι εννοώ).

Πολύ μεστό σενάριο, ένα από τα καλύτερα σεναριακά επιτεύγματα που έχω δει εδώ και πολλά χρόνια. Με περιφερειακές ιστορίες που συνδέονται με την βασική, ρόλους που ξεπηδούν από το πουθενά και διαμορφώνουν καταστάσεις, μια άρτια μελέτη της ξαφνικής κοινωνικοποίησης μιας κοπέλας που παραπέμπει στην βία με την οποία έρχεται ένα μωρό στον κόσμο και ως μια ελεγεία στην καλλιτεχνική φύση του ανθρώπου και την μέθη που επιφέρει η ένωση του καλλιτέχνη με το δημιούργημά του, το σενάριο μυρίζει επάξια καραμπινάτο Όσκαρ.

Δυστυχώς, δεν ισχύει το ίδιο για την σκηνοθεσία. Ο Αρονόφκυ είχε στα χέρια του ένα τρομερό σενάριο, το οποίο τον ξεπέρασε. Σκηνοθετικά χρησιμοποίησε συμβολισμούς που ήταν εντελώς προφανείς, δεν ιντρίγκαρε καθόλου την σκέψη, παρουσίασε επίπεδα μια πολυεπίπεδη ιστορία, χωρίς να φωτίσει αυτά που ξεχώριζαν. Ουσιαστικά, φάνηκε σαν να μην είχε καταλάβει ακριβώς το έργο που ήθελε να σκηνοθετήσει. Φάνηκε σαν να μην είχε όραμα για την ταινία. Ο άνθρωπος είχε στα χέρια του ένα εξαιρετικά βαθύ σενάριο επιπέδου Τενεσύ Ουίλιαμς, και αυτό που κατάφερε να μας παρουσιάσει ήταν ένα ψυχόδραμα τρόμου, με τα στοιχεία του τρόμου και το κλίμα του θρίλερ να αναδεικνύονται, θάβοντας τις τρομερά βαθιές σεναριακές αρετές. Χρησιμοποιεί τεχνάσματα επιπέδου «Βλέπω το θάνατό σου» για να προκαλέσει τρόμο, ή μάλλον –καλύτερα- ταραχή, σβήνει τα φώτα σε αίθουσες –μπας και βγει ο μπαμπούλας από το σκοτάδι?...- και γενικώς βάζει εύκολα, εύκολα, εύκολα και εμπορικά μέσα, χάνοντας την μαγεία του σεναρίου κάπου μεταξύ ουρλιαχτού και αίματος που στάζει από το ταβάνι… Περίμενα πολλά παραπάνω από έναν τέτοιο πανάξιο σκηνοθέτη.

Για τους παραπάνω λόγους, η ταινία από αριστούργημα πέφτει στο επίπεδο της πολύ καλής (3-4 αστέρια). Αυτό που τεχνικά μπορώ να αναγνωρίσω ως πολύ θετικό είναι η χρήση της μουσικής του Τσαϊκόφσκυ, συνθέτη του έργου «η Λίμνη των Κύκνων». Ο συνδυασμός κλασσικής μουσικής με τις εντάσεις που δημιουργούνται ειδικά στο φινάλε είναι μαγευτικός.

Πολύ καλό μοντάζ, απαράδεκτη η original μουσική, γενικώς ικανοποιητικά χρώματα, όπως και οι φακοί και τα τεχνικά μέσα, καλό το μακιγιάζ και τα κουστούμια, βοηθούσαν στο να πιάσει ο θεατής την ατμόσφαιρα του πάλκου αλλά και του ιδρώτα που χύνουν οι χορευτές στις πρόβες και στην παράσταση.

Στις ερμηνείες έχουμε μια βασική γυναικεία και δυο δεύτερες.
Η Νάταλι Πόρτμαν είναι πολύ καλή ως νεαρή χορεύτρια. Με τις περιορισμένες δυνατότητες που έχει ως ηθοποιός, κατάφερε να αποδώσει πολύ καλά το 65-70% του ρόλου. Φάνηκε ως μια ηθοποιός που έχει πάει σε δραματική σχολή, έχει μάθει πέντε-έξι τεχνικές, και ήρθε να τις εφαρμόσει στον ρόλο της σημερινής ταινίας. Ξέρει πώς να κλαίει μπροστά στην κάμερα, όπως έκανε στην αρχή του έργου, ξέρει να δείχνει αγχωμένη, όπως έκανε στη μέση του έργου, και ξέρει να δείχνει χαιρέκακη, όπως έκανε στο τέλος του έργου. Σε καμία περίπτωση και για κανέναν λόγο δεν απογείωσε τον ρόλο στα ύψη που του άρμοζαν. Εκεί που έπρεπε να τρέμει από συναισθηματική έξαρση, εκείνη παρέμενε σιωπηλή και έκλεγε. Εκεί που την φίλησε ο χορογράφος, που θα έπρεπε να είναι αλαφιασμένη καθώς έβλεπε τον ηθικοπλαστικό της κόσμο να δέχεται το πρώτο του χτύπημα, εκείνη παρέμενε σιωπηλή κι έκλεγε. Εκεί που έπρεπε να αφήσει τον εσωτερικό της κόσμο να ξεχειλίσει από το αδιέξοδο που αντιμετώπιζε, εκείνη παρέμενε σιωπηλή κι έκλεγε. Βαρέθηκα να βλέπω αυτήν την κοπέλα να είναι σιωπηλή και να κλαίει… Πρέπει να καταλάβουμε ότι όταν κάποιος είναι ευαίσθητος κι εύθραυστος, δεν κλαίει όλη την ώρα!... Πάντως, για μια ηθοποιό επιπέδου Νάταλι Πόρτμαν, έπαιξε πολύ καλά. Σίγουρα θα λάβει υποψηφιότητα για Όσκαρ, διότι η ταινία πρέπει κάπως να πουλήσει. Να μου πεις, όμως, εδώ έχει πάρει όσκαρ η Σάντρα Μπούλοκ… Δουλευόμαστε τώρα…? Δεν σταματώ να σκέφτομαι, όμως, τι ρολάρα θα ήταν αυτή, αν έπαιζε στην ταινία –π.χ.- η Χίλαρυ Σουάνκ…
Η Μπάρμπαρα Χέρσεϋ ερμήνευσε την μητέρα της Πόρτμαν. Καλοστεκούμενη, νευρική, υστερική εκεί που έπρεπε, δυναμική, πολύ ισορροπημένη, έκανε μια πλήρη ερμηνεία σε έναν μικρό αλλά σημαντικό ρόλο.
Ο Βενσάν Κασέλ, πάντα αξιοπρεπής στα πλαίσια του γλυκανάλατου γαλλικού σινεμά, φέρνει μια ευρωπαϊκή ξινίλα που ταιριάζει γάντι στον ρόλο του. Με μια αδιόρατη καλλιτεχνική γοητεία, είναι αυτό που πρέπει για τον ρόλο του άντρα που δίνει την πρώτη ώθηση στην μούσα του προς την απελευθέρωση.

Γενικά μια πολύ καλή ταινία. Δυστυχώς για μένα, περίμενα πολλά παραπάνω. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι ένα πολύ καλό ψυχόδραμα τρόμου. Προτείνεται με μεγάλη παρέα, ποπκόρν, και βότκα (ρώσικη, προς τιμήν του Τσαϊκόφσκυ). Δείτε την!

Δευτέρα 10 Ιανουαρίου 2011

MovieReactor: The kids are all right (2010)

THE KIDS ARE ALL RIGHT (2010)
Ή ΤΑ ΡΑΜΜΑΤΑ ΜΙΑΣ ΣΧΕΣΗΣ

Μια συννεφιασμένη Δευτέρα, που δεν ήμουν γραφείο λόγω στρατιωτικών υποχρεώσεων, κι ενώ απολάμβανα τις πρώτες ημέρες της άδειάς μου, αποφάσισα να δω μια καινούρια ταινία, η οποία –όπως είχα ακούσει- θα παίξει πολύ στα επερχόμενα Όσκαρ. Γνώριζα ότι επρόκειτο για την ιστορία μιας οικογένειας με δύο λεσβίες μαμάδες και τα δυο παιδιά τους και μπορώ να πω ότι αυτό το στόρυ φόβιζε τα όποια κατάλοιπα των αρχετυπικών ταμπού φώλιαζαν στην ιδιοσυγκρασία μου. Ευτυχώς ο φόβος αυτός δεν με απέτρεψε από το να δω την ταινία αυτή.

Δύο ομοφυλόφιλες γυναίκες (Ανέτ Μπένινγκ, Τζούλιαν Μουρ), παντρεμένες, αποφάσισαν πριν από χρόνια να πάρουν σπέρμα από κλινική και να γονιμοποιηθούν, ώστε να βιώσουν την διαδικασία της γέννησης και της μητρότητας. Από την γονιμοποίηση αυτή προέκυψαν δύο παιδιά, ένα κορίτσι (Μία Βασίκοφσκα), ήδη 18 χρονών, κι ένα αγόρι, τώρα πια στα 15 του. Έχοντας ακούσει για τον τρόπο που συνελήφθησαν, τα παιδιά αποφασίζουν να μάθουν ποιος είναι ο βιολογικός τους πατέρας (Μαρκ Ρούφαλο), και το καταφέρνουν. Κανονίζουν μια συνάντηση μαζί του, τον γνωρίζουν, ξεπερνούν την αρχική αμηχανία κι αρχίζουν να τον καλούν με τον τρόπο τους να λάβει μέρος στη ζωή τους. Οι δυο μαμάδες δεν γνωρίζουν αν όλο αυτό θα εξελιχθεί σε καλό ή κακό, όμως δεν μπορούν να προβλέψουν τι τρικυμία θα φέρει η συνεργασία της μιας μαμάς με εκείνον.

Η πρωτοεμφανιζόμενη στον κινηματογράφο σκηνοθέτης Λίζα Χολοντένκο μας παρουσιάζει ένα κοινωνικό δράμα που εστιάζει σε μια κρίση που περνάει ένα ζευγάρι. Με την αισθητική του τρόπου κινηματογράφησής της καταφέρνει να αποβάλλει από τον θεατή οποιαδήποτε δεύτερη σκέψη περί προκλητικού λεσβιακού έργου που στοχεύει σε άκρατες φεμινιστικές κορώνες. Αντιμετωπίζει την συζυγική συνύπαρξη των δυο μαμάδων ως κάτι το απολύτως φυσιολογικό, χτίζοντας πάνω σε αυτή την βάση όλες τις συναισθηματικές και ηθικές συγκρούσεις που πρόκειται να ακολουθήσουν. Από την αρχή η ταινία σου λέει: «μιλάω για δυο παντρεμένους ανθρώπους, είτε αντρόγυνο, είτε δυο άντρες, είτε δυο γυναίκες – δεν με νοιάζει. Με νοιάζουν οι δυο παντρεμένοι άνθρωποι, ανεξαρτήτως φύλου». Έτσι, καταφέρνει να κερδίσει και τους πιο συντηρητικούς του κοινού.

Η ταινία δομείται πάνω σε ζευγάρια αντιθέσεων. Η πρώτη αντίθεση είναι το ότι το παντρεμένο ζευγάρι είναι υγιές. Οι περισσότερες κοινωνικές ταινίες που στρέφουν την προβληματική τους γύρω από ένα παντρεμένο ζευγάρι, το παρουσιάζουν σεξουαλικά άνυδρο, νευρικό και άρρωστο. Στην ταινία αυτή, όμως, το παντρεμένο ζευγάρι είναι ενεργότατο σεξουαλικά, με ηρεμία, κατανόηση, σεβασμό της μιας προς την άλλην, και μια βαθιά αγάπη που δένει τις δυο γυναίκες. Η ηρεμία αυτή ίσως επιτυγχάνεται λόγω της κατάτι «συντηρητικής» διανομής ρόλων εντός του ζευγαριού. Η Άνετ Μπένινγκ έχει τον αντρικό ρόλο: είναι αυτή που δουλεύει, φέρνει τα χρήματα στο σπίτι, δεν ασχολείται πολύ με τις δουλειές του σπιτιού, έχει αναλάβει τον ρόλο του αρχηγού-προστάτη της οικογένειας. Η Τζούλιαν Μουρ, από την άλλη, έχει περισσότερο τον γυναικείο ρόλο: η επιλογή της εργασίας της βασίζεται μόνο στο αν της αρέσει το επάγγελμα αυτό κι όχι στο αν αποφέρει χρήματα στο σπίτι, κάνει μπουγάδα, μαγειρεύει…

Κι ενώ όλα κυλάνε ήρεμα για το ζευγάρι και τα παιδιά τους, ξάφνου στη ζωή τους εισβάλει ο δωρητής σπέρματος για τα παιδιά. Ο Μαρκ Ρούφαλο είναι ένας αμόρφωτος, ημι-αποτυχημένος χαρλεάς, με μια σειρά από αποτυχημένες αποφάσεις στη ζωή του, μια σπερμογκόμενα κολλημένη πάνω του σαν παρασιτικός οργανισμός, πολύ κακό κούρεμα και δυο 60δόλαρα στην τσέπη ως αμοιβή για τα δυο κεσεδάκια σπέρμα που είχε δωρίσει για την πλάκα κάποτε στα νιάτα του. Όταν τον βρίσκουν τα δυο «παιδιά του», αυτός ενθουσιάζεται. Όχι επειδή έχει δυο τόσο όμορφα και καλοαναθρεμμένα παιδιά, αλλά επειδή ένιωσε ότι, έστω και κατά τύχη, έχει κάτι στη ζωή του που αξίζει να νοιαστεί γι’ αυτό. Παρά την ελλιπή του μόρφωση, αντιλαμβάνεται ότι δεν έχει μεν λόγο στην περαιτέρω ανατροφή των παιδιών του, όμως γουστάρει πραγματικά να τα βλέπει. Αυτά τα δυο παιδιά είναι γι’ αυτόν σαν ένα βότσαλο στη λίμνη, που ταράζει τα βαλτωμένα της νερά. Νιώθει ζωντανός, χρήσιμος, νιώθει κάτι σαν πατέρας.

Η παλιά του φύση όμως δεν τον έχει εγκαταλείψει, και εκμεταλλεύεται μια στιγμή αδυναμίας της Τζουλιάν Μουρ, ικανοποιώντας της κάποια ξεχασμένα βίτσια στο κρεβάτι. Φυσικά, η Άνετ Μπένινγκ δεν αργεί να μάθει για την απιστία. Είναι τότε που η κρίση γίνεται τρικυμία μέσα στην ήρεμη οικογένεια. Ο ένας κατηγορεί τον άλλον, σαν μια απέλπιδα προσπάθεια να απεμπολήσει τις οποιεσδήποτε ευθύνες του για την κατάσταση αυτή. Είναι η στιγμή που το έργο παίρνει μια πιο δραματική καμπή. Το ζευγάρι αρχίζει κι αποξενώνεται, μικροτσακωμοί κι εντάσεις ξεπηδούν πια από παντού και με την παραμικρή αφορμή, ώσπου τελικά τα παιδιά είναι αυτά που θα αποτελέσουν την τελική κόλλα για να κολλήσει το σπασμένο γυαλί αυτής της σχέσης. Ο ξένος εισβολέας απομονώνεται, περιορίζεται στον ρόλο ενός ανθρώπου που απλά του κάνουν τη χάρη να τον ενημερώνουν για την εξέλιξη των παιδιών, και το ζευγάρι προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του.
Λένε, δε, ότι μια βαθιά κρίση σε ένα ζευγάρι είναι σαν τα ράμματα: μπορεί η πληγή να επουλωθεί, αλλά πάντα υπάρχουν τα σημάδια της. Ε, λοιπόν, ναι! Μια βαθιά κρίση σε ένα ζευγάρι είναι όντως σαν τα ράμματα: άπαξ και κρατήσεις τις δυο άκρες της πληγής κολλημένες, τότε η πληγή επουλώνεται και σταματάει να πονά.

Παρά το ιδιαίτερο χιούμορ της ταινίας, ο χαρακτηρισμός της ως «κοινωνική σάτιρα» μου φαίνεται εκτός τόπου και χρόνου. Σε καμιά περίπτωση δεν θέλησε να σατιρίσει οποιοδήποτε στοιχείο και οποιοδήποτε σχήμα επεξεργάζεται η ταινία. Είναι μια χρονική περίοδος στη ζωή ενός ιδιαίτερου ζευγαριού, δυο ομοφυλόφιλων γυναικών, και η ζωή των δυο παιδιών τους. Τίποτε παραπάνω.

Πέρνα, όμως, από τη σκηνοθεσία, αξίζει κανείς να σταθεί στο πιο δυνατό σημείο της ταινίας: στις ερμηνείες.
Δεν περίμενα τίποτα λιγότερο από την Τζούλιαν Μουρ, που με ευαισθησία, ωριμότητα, απλότητα, στρογγυλάδα και διακριτικότητα διαχειρίστηκε έναν πολύ γλυκό ρόλο, δείχνοντάς μας πόσο εύκολο είναι να ολισθήσει κανείς σε σφάλματα, να αναλάβει τις ευθύνες του και να υποστεί τις συνέπειες. Δεν χρειάζεται για όλα αυτά να είναι κάποιος δυναμικός για να αντιμετωπίσει ό,τι αντιμετωπίζει εκείνη. Μας δείχνει λοιπόν, πώς μια μέση γυναίκα είναι ικανή να αντιμετωπίσει την κατάσταση που η ίδια δημιουργεί: ότι δηλ άφησε ένα τρίτο άτομο να μπει στην σχέση με το ταίρι της. Η τέχνη της είναι ακριβής, ολοκληρωμένη και ζωντανή.
Η σπουδαία ερμηνεία της ταινίας έρχεται από την Άνετ Μπένινγκ. Λιγότερο εκφραστική από την Μουρ, πιο εσωτερική, δεν σε κάνει να μπαίνεις στο ρόλο που παίζει. Σε κάνει να πιστεύεις ότι εκείνη είναι η ίδια ο ρόλος που παίζει. Το ψιλόλιγνο αεράτο στυλ που βλέπεις παύει να είναι της Μπένινγκ και γίνεται το στυλ του ρόλου. Τα δάκρυα που βλέπεις δεν είναι της Μπένινγκ, αλλά του ρόλου. Η αγκαλιά που δίνει στην κόρη της δεν είναι της Μπένινγκ, αλλά του ρόλου. Η Μπένινγκ ζει και αναπνέει όπως ο ρόλος, γίνεται ένα με αυτόν και αποδίδει την ανδρόμορφη ομοφυλόφιλη σύζυγο με τρόπο θαυμάσιο, αέρινο, απλό και μοντέρνο. Άνετα μεταξύ των πέντε υποψηφιοτήτων για το Όσκαρ Α΄ γυναικείου ρόλου, να δούμε αν θα το πάρει κιόλας.
Μεγάλη αποκάλυψη για μένα αποτελεί η ερμηνεία του Μαρκ Ρούφαλο. Ενώ τον είχαμε συνηθίσει να παίζει τον δεύτερο γκόμενο σε ταινίες επιπέδου Σάντρα Μπούλοκ και Τζένιφερ Άνιστον, στην ταινία αυτή κάνει μια εξαιρετικά ισορροπημένη ερμηνεία ενός ανθρώπου που ξεκολλάει από την λήθη της οκνηρίας και της αμορφωσιάς και επικεντρώνεται στην προσπάθειά του να συμμετέχει στη ζωή των ουρανοκατέβατων «παιδιών» του. Κλασσική νοτιοαμερικάνικη προφορά και νοοτροπία από έναν ηθοποιό που καταφέρνει και μόνο με το βλέμμα του και τον κόμπο που φαίνεται να του ανεβαίνει ως τον λαιμό να μας λέει όσα άλλοι λένε με υπερβολή και χορευτικές κινήσεις. Τον έχουμε συνηθίσει να γοητεύει με πουκάμισο και κουστούμι γυναίκες-πρότυπα της αστικής τάξης, όμως εδώ τσαλαπατάει το όμορφο προσωπάκι του, κάνοντας μια ερμηνεία που δεν θα παραξενευτώ αν προταθεί για Όσκαρ β΄ ανδρικού ρόλου.
Η τέταρτη μεγάλη ερμηνεία έρχεται από την Μία Βασίκοφσκα. Την έχουμε δει να τσαλαπατάει τον συναισθηματικό κόσμο στο ντιβάνι του ψυχολόγου Γκάμπριελ Μπερν στο In Treatment και να αναζητάει λαγούς με πετραχήλια ως Αλίκη στην Alice in Wonderland του Τιμ Μπάρτον. Δεν θα ήταν δυνατόν, λοιπόν, ηθοποιός που έχει πρωταγωνιστήσει σε ταινία του Τιμ Μπάρτον να μην παίζει καλά. Στην ταινία δίνει μια αξιοθαύμαστη ερμηνεία μιας κοπέλας, η οποία, μαζί με την αποκάλυψη ολόκληρου του κόσμου μπροστά στα 18 της χρόνια, ανακαλύπτει ξαφνικά ποιος είναι ο «μπαμπάς» της. Ισορροπεί καταπληκτικά ανάμεσα στην νευρική ιδιοσυγκρασία μιας κοπέλας στην ύστερη εφηβεία και την αυτοσυγκράτηση ως μεγαλύτερη αδερφή στην οικογένεια. Ειδικά η τελευταία σκηνή, όπου οι μαμάδες και ο αδερφός της την αφήνουν μόνη της στο κολέγιο που πέρασε, και η σύσπαση των μυών του προσώπου της, είναι όλα τα λεφτά.

The kids are all right, μια όμορφη κοινωνική κομεντί, με πρωτότυπη υπόθεση, ζωντανή ματιά, εκπληκτικές ερμηνείες και αναζωογονητικό φινάλε. Προτείνεται για μια γλυκιά χειμωνιάτικη βραδιά σε καναπέ με μικρή παρέα, κρασί και λαχανικά στο τζάκι. Δείτε την!